Κυριακή 3 Απριλίου 2011

ΚΡΗΤΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ: Του Μαρίνου Ιδομενέως

ΚΡΗΤΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ: Του Μαρίνου Ιδομενέως: "Του Μαρίνου Ιδομενέως Αποκριάτικο ΝάκλιΤο δυο χιλιάδες έντεκα γενήκαν όσα λέω,κι άμα τα ξανασκέφτομαι λαβώνομαι και κλαίω.Παραμονή, λοιπόν, ..."

Του Μαρίνου Ιδομενέως

Του Μαρίνου Ιδομενέως

Αποκριάτικο Νάκλι
Το δυο χιλιάδες έντεκα γενήκαν όσα λέω,
κι άμα τα ξανασκέφτομαι λαβώνομαι και κλαίω.
Παραμονή, λοιπόν, τση αποκράς, πρωί, η γι’ ώρα δέκα
και κάθομαι στο πόρτεγο, εγώ με τη γυναίκα,
και κολατσίζομε μαζί με ένα κομμάτι απάκι
και πίνομε, και πού και πού, και μια ρουφιά κρασάκι.
Άμα ποκολατσίσαμε ήπια το  γιατρικό μου
κιαπόης κίνησα, γιαμιάς, για τον περίπατό μου.
Δεν ήδωκα λογαργιασμό, πού πάω, στην κερά μου
Φόρεσα το σαρίκι μου και τον καλό γαμπά μου
κι ήβαλα μπρος μου το στρατί να πάω στο δουκιάνι,
να σμίξω το συμπέθερο και σύντεκνο, το Γιάννη,
να παίξομε πράμα χαρτί, η γι-ώρα να περάσει
κι όποιος δα χάσει, δυο ρακές, να πιούμε να κεράσει.
Σαν ήφταξα εκειά κοντά ήσμιξα δυο κοπέλια,
που λέγανε τα κάλαντα με χάχαρα και γέλια.
Και επειδής στα κάλαντα, ποτές δεν τζιγκουνεύγω,
ήρχιξα τον πορτομονέ ευθύς να πασπατεύγω.
Κι άμα ’βρηκα μια κίτρινη δεκάρα τη μαγκώνω
κι ετσά κουβαρνταδίστικα τως τηνε χαμπιτώνω,
να πα να πουσουνίσουνε ό,τι ποθεί η καρδιά ντως,
να πάνε και στην εκκλησιά ν’ ανάψουν τα κεργιά ντως.
Σαν μπήκα εις τον καφενέ, θωρώ το σύντεκνό μου
κι ένας αέρας δυνατός φύσηξε στο μυαλό μου.
Τα μούτρα ντου ίσαμε κειε τα ’χε κατεβασμένα
και τα μεγάλα μάθια ντου μου φάνηκαν κλαημένα.
Σιμώνω, και τονε ρωτώ μ’ αγάπη κι αγωνία,
για την κατάντια ντου κεινιά, ποια είναι η αιτία:
-Πράμα ’χεις, σύντεκνε Γιαννιό, πράμα σε βασανίζει,
γιατί ετσά που με θωρείς, τ’ αμάτι σου γυαλίζει.
Κιανείς στο σπίτι δεν μπορεί κι είσαι ντουχιουντισμένος,
γή μπας σε μότσαρε η κερά κι είσαι αγκυλωμένος;
Εκείνος, δίχως να σκεφτεί, μου απαντά ντελόγο,
μ’ ένα, γεμάτο νόημα, μα και σταράτο λόγο:
-Μούτε στο σπίτι, σύντεκνε, δεν έχω αρρωστάρη,
μούτε με μότσαρε η κερά, μόνο βαρύ γομάρι
σηκώνω στην κατίνα μου, σύντεκνε Μανωλάκη
και μ’ ένα αγκωμαχητό εβγήκα το σοκάκι.
Κι ανε ντο θες, δα σου τα πω, και κάτσε να τ’ ακούσεις,
κι αν δεις πως έχω άδικο, με πούλους να με λούσεις.
Οψές την προπαραμονή ήπηρα ένα κοσάρι
και κίνησα ο τσιφτελής να πάω στο παζάρι.
Φεύγοντας μου ’δωκε η κερά ένα μικιό χαρτάκι,
που ’χε γραμμένα κιοντανέ, παζί, ελιές, σπανάκι
κι ακόμη ένα λάχανο και τρία καρναμπίθια,
ένα ματσάκι μαντανό και λίγα κολοκύθια.
Σαν ήφταξα στην αγορά ήκουσα μια γυναίκα,
και φώνιαζε τα δεκοχτώ, πως τα ’ριξε στα δέκα..
Άλλος εφώνιαζε πλια κειέ πως όλα τα χαρίζει,
κι άλλος πως το περβόλι ντου ο ίδιος το κοπρίζει!!!
Ετότες ήπηρε κι εμέ ανέτριξη  η καρδιά μου,
κι είπα πως δα πουσούνιζα με τα μισά λεφτά μου.
Ήρχιξα τα πουσούνια μου απού τα κολοκύθια
κι ήφηκα στο πλια ύστερα ελιές και καρναμπίθια.
Μα άμα ’φταξα στο λάχανο ήπαθα μια λαχτάρα,
γιατί ’βρηκα στην τζέπη μου μια μπακιροπεντάρα,
που ’τανε πομονάρικη απού το κοσαράκι,
που ’λεγα πως δα βάντζερνε να πιω κι ένα ρακάκι
στον καφενέ του Περικλή, που ξάμωνα να πάω,
κι απόης στο κονάκι μου δα πήγαινα να φάω.
Ετσά λοιπόν αγαπητέ σύντεκνε, Μανωλάκη,
απού τη φτήνια την πολλή, πήε το κοσαράκι,
χωρίς να πάρω τα μισά, πουσούνια στη γκερά μου,
κι ηύρηκα ο ταλαίπωρος ’πό πάνω τον μπελά μου.
«Πού ξάνοιγες καημέχαρε;» μου ’πενε η γυναίκα.
«Σάικα απού τα είκοσι, σου πέσανε τα δέκα».
Κι α δεν επρόκανα ο φτωχός να πάρω δρόμο άλλο
δαν  ήτρωγα την παντοφλιά, κι άντε  να τηνε βγάλω.
Και να θυμάσαι, άμα ’χαμε παρά μας τη δραχμούλα
(μου ’πενε), μόνο με μια διακοσαρά τα πουσουνίζαμε ούλα.
Σαν τ’ άκουσα ετουτανά φουντώσαν τα μυαλά μου
κι ένα ζυγό αιστάνθηκα να σφίγγει τον καφά μου.
Δίχως να χάσω ούτε λεφτό, απάντησα  στο Γιάννη
κι ευχήθηκα Αρχιμενιά χορταστική να κάνει.
Γιατί στην Ψωροκώσταινα, λέγαν τ’ αφεντικά μας,
χεστήκαμε στην προκοπή και στα πολλά λεφτά μας.
Μα ’δα οι μιστοί κι η σύνταξη γίνανε μαϊμούνι,
π’ αντίς ντιρέκι, σαν κιοφτές σκάλωσαν στο πιρούνι,
κι εφτάνανε να φάμενε ’σαμε τσ’ εννιά του μήνα,
και τσ’ άλλες ήπρεπε, μαθές, να ζούμε μες την πείνα.
Εμείς, όμως, σηκώσαμε, οι έρμοι, μαντιγιέρα
και δίχως διόλου εντροπή τρώγαμε κάθα μέρα,
κι αφήναμε τ’ αφεντικά που μασε κυβερνούνε,
χωρίς ψωμί, χωρίς φαΐ στο δρόμο να πεινούνε.
Ταχαμπετέρι κάναμε και στσοι παραφαγάδες,
που απ’ την πείνα την πολλή τσοι πιάνανε ζαλάδες.
Και ασπολλάτη ντως, μαθές, που δε μας τιμωρήσαν
και τη χαβούζα τση φτωχιάς αμοναχοί ντως κλείσαν.
ΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ ΟΙ ΓΙ’ ΑΘΡΩΠΟΙ!!!!
Κιανένα μας δεν πιάσανε, μούτε που φυλακίσαν
και την ελευτερία μας ποτές δε μα στερήσαν!
ΓΙΑ  ΝΑ  ΜΗ  ΛΕΜΕΝΕ  ΔΗΛΑΔΗ  ΚΙ  Ο,ΤΙ  ΘΕΛΟΜΕ!!!
ΑΑΑ!!! ΟΥΛΑ ΚΙ ΟΥΛΑ!!!
Για τουτονά, μπρε σύντεκνε, σου λέω κι άκουσέ τα,
στου γκρέκου τον πορτομονέ, δεν πάει πράμα ντρέτα.
Καλό δα να ’τανε, μαθές, να ’χεις για να χορτάσεις,
Μα, όμως, φίλε, για να φας, δα πρέπει να πεινάσεις.
Για τούτονα μην το ξεχνάς και παίρνει ο νους σου αέρα,
πως δεν χρειάζεται, μαθές, να τρως  και κάθα μέρα.
Κάθα τρεις-τέσσερις να τρως, για να ’χεις την υγειά σου,
και να σε φτάνει να περνάς το μήνα ο παράς σου.
Να προσκυνάς τ’ αφεντικά και να τα μακαρίζεις,
και την αγάπη ντως για σε, να την αναγνωρίζεις!!!
Και μη θωρείς πως είμαι ’γώ ετσά ντουχιουτισμένος,
τουλόγου σου πολέμησε να ’σαι ευτυχισμένος.
Και γροίκα και τη συνταγή που όλους τσοι χορταίνει,
που μέσα στην κεφάλα μου την έχω τυπωμένη:
«Να τρως  τσι πρώτες του μηνού, μα μήνας μπαίνει βγαίνει
και μάθε πως και μ’ όνειρα ο άθρωπος χορταίνει!
==================================

ΩΛΕ ΤΡΟΙΚΑ!!!!!!!!!

«Όλο καινούργιες κοπανιές μας παίζουν στην κατίνα, μ’ ό,τι κι αν μασε κάνουνε, κιανείς δε βγάνει σφήνα».

«Του καθανούς μια κουστουμιά ράφτουνε, για να μάθει, πως οι δικές τως οι κλεψές είναι δικά μας λάθη».

«Δα μας αρμέξει η Τρόικα πολλές βολές κι απέκει, δα μασε παίξει ταμπουρά να βγούμε στο ντιρέκι».

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑΤΙΚΑ

ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑΤΙΚΑ
Τα `παν πρωταπριλιάτικα ο Γιώργος κι ο Αντώνης
κι είχανε πλάκα και οι δυο για να τους καμαρώνεις!
Έλεγε ο Γιώργος το μακρύ κι Αντώνης το κοντό του
και ο καθένας έπαιζε  στη λύρα τον σκοπό του.
Ο Γιωργαντώνης τελικά χόρευε πεντοζάλι,
που πάει τρία ζάλα μπρος και δυο γιαγέρνει πάλι.
Μ` αυτοί τονε χορεύανε ανάποδα εν τέλει,
μπρος πίσω τον πηγαίνανε κάτι σαν τσιφτεντέλι.
Ο Γιωργαντώνης από μπρος πίσω ο Αντωνογιώργης
και δίδανε παράσταση όπως ο Καραγκιόζης.
Κι ο Χατζατζάρης κράταγε μπάσο με το ταμπούρλο
και οι τρακόσιοι ήτανε το θεατράκι ούλο.
Πότε οι μεν χειροκροτούν, πότε οι  δε τα ίδια
ανάλογα ποιος χόρευε κι έπαιζε τα λυρίδια.
Τώρα ποιος λέει το σωστό και ποιος τα λέει λάθος
άσχετο είναι επειδή κυριαρχεί το πάθος,
το πάθος για κυβέρνηση και για την μαντζαντούρα
σαν και τον μαύρο γάϊδαρο και την χελιά γαϊδούρα.
Ο Γιωργαντώνης από μπρος πίσω ο Αντωνογιώργης
και δίδανε παράσταση όπως ο Καραγκιόζης.
όπως ο καραγκιόζης
όπως ο καραγκιόζης
καραγκιόζης