"Ουκ εν τω πολώ το ευ"
Ο Μιχελής ήταν τυφλός, μα και ερωτευμένος
με την Μαρία την γλυκειά, αλλά δυστυχισμένος,
γιατί δεν είχανε το φως τα μάτια του τα τζούφια,
να δει την όψη της Μαριώς, πρόσωπο και τσουλούφια.
Έλεγε και ξανάλεγε πόσο πολύ πονούσε,
που άκουγε μόνο την Μαριώ, μα δεν τηνέ θωρούσε.
Αχ νά `χαν φως τα μάτια μου! Δεν θέλω τίποτ` άλλο.
Αμέσως θα σε παντρευτώ. Στεφάνι θα σου βάλω.
Τό `λεγε, το ξανά `λεγε, μα η επιθυμία,
δεν είναι πάντα εφικτή, έλεγε στην Μαρία.
-Δεν ξέρεις όμως Μιχελή, τη Μοίρα των ανθρώπω.
Αυτή αλλάζει την ζωή και βρίσκει και τον τρόπο.
Όλα αλλάζουν στη ζωή τα πάνω κάτω πάνε
και τα καινούργια βάσανα θεριεύουν να μας φάνε,
μα και αυτά αλλάζουνε, τα κάτω πάνω πάνε
και την ελπίδα για καλό, πάντα στο νου σου βάνε.
Έτσι περνούσε ο καιρός με την γλυκειά Μαρία,
ώσπου και για τον Μιχελή δόθηκε ευκαιρία!
Δυο μάτια του χαρίσανε κι είδε το φως της μέρας
κι είδε και την αγάπη του, μα ήταν ένα τέρας,
γιατί `τανε κι αυτή στραβή, δεν είχε διόλου μάτια
κι ο έρωτας του Μιχελή εγίνηκε κομμάτια.
Σηκώθηκε και έφυγε! Μακριά της να μακρύνει
και δεν μπορούσε ουδέ στιγμή στο πλάϊ της να μείνει!
Καλά, του λέει, Μιχελή! Φύγε, αλλά μην τρέχεις!
Ναι πρόσεχε! Τα μάτια μου θέλω να τα προσέχεις!
στέλιοσκωστήσπυριδάκης
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου