ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ
ΠΟΡΕΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ
ΑΠΡΙΛΗΣ-ΜΑΗΣ-ΙΟΥΝΗΣ 2013
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΟΙΚΟΜΟΥΣΕΙΟ ΤΕΧΝΗΣ ΝΕΑΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΟΥ
Καρτερού 18-20 71601 Νέα Αλικαρνασσός
στέλιος κωστή σπυριδάκης
Κρήτη λεβεντογέννα,
δεν είναι μόνο τ`
άρματα.
Είναι και τα σκαρπέλα,
οι
πέννες, τα πινέλα.
Και μην μου λες εμένα.
Και τούτα κάνουν
θάματα!
ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ
Στέλιος Κωστή Σπυριδάκης
ΟΙΚΟΜΟΥΣΕΙΟ ΤΕΧΝΗΣ ΝΕΑΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΟΥ
Καρτερού 18-20 71 601 Νέα Αλικαρνασσός
Τηλ. 2810
252603
Το παρόν έντυπο εκδίδεται με
ίδια μέσα σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων και διατίθεται δωρεάν στους φίλους
του Οικομουσείου και προσωπικούς φίλους, που επισκέπτονται το Οικομουσείο και σε όσους δημοσιεύονται κείμενά τους. Η
ύλη του αντλείται από την Λογοτεχνία και τις Εικαστικές δημιουργίες. Κάθε
τεύχος εκτός της εκτύπωσής του, αναρτάται στην ιστοσελίδα ΟΙΚΟΜΟΥΣΕΙΟ ΤΕΧΝΗΣ
ΝΕΑΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤ με τον υπότιτλο ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ
ΠΟΡΕΙΑ1,2,3 κλπ. Στο διαδίκτυο μπορεί να αναζητηθεί στον ιστότοπο: http://steliospyridakis.blogspot.gr, http://lefteriekfrasi.blogspot.com , http://twiter.com/stelioskostispy, http://logostechni.wordpress.com, ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ bestpress.gr, ΛΑΪΚΗ ΤΕΧΝΗ
ΟΙΚΟ-ΜΟΥΣΕΙΟ bestpress.gr ή και στον ιστότοπο ΚΡΗΤΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ή kritikagrammata.blogspot.gr, για τα
κείμενα.
Στον ιστότοπο: http://plus.google.com/photos εμφανίζονται οι φωτογραφίες των εκθεμάτων
του Οικομουσείου.
‘Οσοι επιθυμούν να τους
δημοσιεύσομε κείμενα μπορούν να τα στείλουν συνημμένα στην ηλεκτρονική
διεύθυνση: labyrinthios@gmail.com ή και στην: labyrinthios@hotmail.com ή να τα ταχυδρομήσουν στην διεύθυνσή μας Στέλιος Σπυριδάκης Καρτερού 18-20 71601 Νέα
Αλικαρνασσός.-
ΚΡΗΤΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Σάββατο, 18 Μαΐου 2013
|
Αντιδράσεις:
|
Τρίτη, 14 Μαΐου 2013
ΚΡΗΤΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ: ΡΙΔΑ Μ ΕΝΑ ΜΑΤΙ ΣΑΝ ΓΑΡΙΔΑ - 14/5/2013 ...
ΚΡΗΤΙΚΑ
ΓΡΑΜΜΑΤΑ: ΡΙΔΑ Μ ΕΝΑ ΜΑΤΙ ΣΑΝ ΓΑΡΙΔΑ - 14/5/2013
...: ΡΙΔΑ Μ ΕΝΑ ΜΑΤΙ ΣΑΝ ΓΑΡΙΔΑ - 14/5/2013
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ Ήταν ο γέρο-ποντικός στην τρύπα του κρυμμένος, μα...
Αντιδράσεις:
|
||||||||||
|
||||||||||
Αντιδράσεις:
|
Δευτέρα, 13 Μαΐου 2013
ΚΡΗΤΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ: ΖΩΗ Για την ζωή με ρώτησαν να πω την άποψή μου,...
ΚΡΗΤΙΚΑ
ΓΡΑΜΜΑΤΑ: ΖΩΗ
Για την ζωή με ρώτησαν να πω την άποψή μου,...: ΖΩΗ Για την ζωή με ρώτησαν να πω την άποψή μου, μα ξέρω όμως για να πω μόνο για την ζωή μου: Αγώνας είναι η ζωή, έφοδος, επέλ...
Για την ζωή με ρώτησαν να πω την άποψή μου,...: ΖΩΗ Για την ζωή με ρώτησαν να πω την άποψή μου, μα ξέρω όμως για να πω μόνο για την ζωή μου: Αγώνας είναι η ζωή, έφοδος, επέλ...
Αντιδράσεις:
|
|
Σάββατο, 11 Μαΐου 2013
ΚΡΗΤΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ:
Στέλιος Κωστή Σπυριδάκης
ΟΙΚΟΜΟΥΣΕΙΟ ΤΕΧΝΗΣ ΝΕΑΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΟΥ
Καρτερού 18-20 71 601 Νέα Αλικαρνασσός
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Με μεγάλη επιτυχία έγινε η παρουσίαση του λογοτεχνικού έργου του Στέλιου Κωστή Σπυριδάκη στο Μουσείο Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου του Κώστα Σχιζάκη, που ευρίσκεται στην οδό Νυμφών αριθμός 3, στις 10-05-2013. Η διοργάνωση έγινε από το βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη και το Μουσείο Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου. Έχουν τις ευχαριστίες μας. Την εκδήλωση προλόγισε ο τέως Νομάρχης Ηρακλείου Δημήτρης Σαρρής, όπου απήγγειλε και το ποίημα «Είναι δικά μας». Την παρουσίαση του λογοτεχνικού έργου την έκανε ο φιλόλογος Σήφης Κοσόγλου. Ο δικηγόρος Ξυριτάκης Δημήτρης, δεν παραβρέθηκε καθώς είχε προαναγγελθεί λόγο ασθενείας, αντ` αυτού το ποίημα «Υπερκατά» διάβασε ο Στέλιος Κωστή Σπυριδάκης. Η Ελένη Σπυριδάκη διάβασε το ποίημα «Τυφώνας Ελένη». Υπήρξε αρκετά ικανοποιητική προσέλευση φίλων της λογοτεχνίας. Ξεχωρίσαμε και καταγράψαμε τους συγγραφείς. Παπαδάκης Δημήτριος (Λουκά), Μαστρογιαννάκης Κωνσταντίνος, Θεοδοσάκης Δημήτριος, Πλευράκη Δέσποινα, Σωπασής Γεώργιος, Μαρκάκης Γεώργιος, Μαρκάκης Γιάννης, Μουδατσάκης Δημήτριος, Τζωράκη Ειρήνη, Καράτζης Γεώργιος, Ιδομενέως Μαρίνος, Λαμπράκης Μανόλης, Σάββας Δημήτρης, Τσικαλάς Μανόλης, Πιπεράκης Μανόλης (Μαστρομανόλης), φυσικά και ο ιδιοκτήτης του Μουσείου Σχιζάκης Κώστας καθώς και ο φιλόλογος Κοσόγλου Σήφης. Όλους που παραβρέθηκαν επώνυμους και μη ευχαριστούμε θερμά για την τιμή που μας έκαμαν.
Ευχαριστούμε επίσης την Εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» που πάντοτε δημοσιεύει αμισθί τις πολιτιστικές εκδηλώσεις της πόλης μας.
Νέα Αλικαρνασσός 11-05-2013 στέλιοσκωστήσπυριδάκης
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Κώστας Σχιζάκης
Το Μουσείο Εικαστικών Τεχνών
Ηρακλείου στην οδό Νυμφών 3, του Κώστα Σχιζάκη και ο Στέλιος Κωστή Σπυριδάκης,
σε συνεργασία με το βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη, σας καλούν στις 10 του Μάη 2013
ώρα 2030 στην αίθουσα του Μουσείου Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου, στην
λογοτεχνική εκδήλωση κατά την οποία, θα γίνει από τον φιλόλογο Σήφη Κοσόγλου,
σύντομη παρουσίαση του λογοτεχνικού έργου του Στέλιου Κωστή Σπυριδάκη. Θα
προλογίσει ο τέως Νομάρχης Ηρακλείου Δημήτρης Σαρρής και θα απαγγείλει το
ποίημα "Είναι δικά μας". Ο Δικηγόρος Δημήτρης Ξυριτάκης, θα επιδείξει
τον "Υπερκατά" και θα διαβάσει το ομώνυμο ποίημα και η Ελένη
Σπυριδάκη θα απαγγείλει το ποίημα "Τυφώνας Ελένη", θα ακολουθήσει
ελεύθερη λογοτεχνική συζήτηση και θα διατεθούν δωρεάν αριθμός βιβλίων του
συγγραφέα, το ποίημα "Είναι δικά μας", το ποίημα
"Ζωγραφίζω" και ορισμένος αριθμός φύλλων της "ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ". Τους προσκεκλημένους θα δεξιωθεί η σύζυγός μου Αγγέλα Σπυριδάκη.
Η παρουσία των φίλων μας θα μας χαροποιήσει ιδιαίτερα.-Στέλιοσκωστήσπυριδάκης
___________________________________________________________________________________________________________________
Η Αγγέλα Σπυριδάκη
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Στην άκρη του δρόμου ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΠΛΕΥΡΑΚΗ-ΚΑΝΑΒΑΚΗ.. Πρώτη έκδοση
Ιανουάριος 2005. Εξώφυλλο Μαρίνας Παπαδάκη. Πρόκειται για μεστή ποίηση σε
ελεύθερο στίχο με δυνατούς συμβολισμούς. «
Προσπαθώ να κρατηθώ / από μια ηλιαχτίδα,
/ ένα φωτοβόλο ανθάκι,….». Εκφράζει
τα ερωτηματικά προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας. «Δεν υπάρχουν ανθρώπινες καρδιές / να σου χαμογελάσουν;» Υπάρχουν και τα υπαρξιακά ερωτήματα που
ταλανίζουν τον άνθρωπο από την αρχή της ύπαρξής του. « Ως πότε θα πορεύεσαι ψυχή μου; / Ως πότε θα υπάρχεις; / Ως πότε θα
στέκεσαι; ». Ωστόσο η αισιοδοξία
υπάρχει και ανοίγει το δρόμο της ζωής. «
Είπαμε λοιπόν καλημέρα. / Καλημέρα στη ζωή. / Καλημέρα στην ύπαρξή μας.» Υπάρχει πολύς Χριστός που δίδει απλόχερα την χριστιανική ελπίδα. «
Μπορούμε να ζήσουμε λοιπόν. / Να πάρουμε ένα χελιδόνι της Άνοιξης, / να μας
ταξιδέψει στο πέλαγος του Θεού. / Να `ναι όλη η ύπαρξή μας, / στην Ανάσταση.» Υπάρχει πολύ προσευχή. « Ο Θεός! / Αγάπη!
/ Ο Θεός! / Αγάπη, απόλυτη Αγάπη
και Ελευθερία.». Η ποιήτρια μπήγει
τα νύχια της στον εσώτερο κόσμο της και τον γεμίζει πληγές, που είναι οι
ανησυχίες της για όλα, δεν αφήνει όμως πληγωμένο τον αναγνώστη. Το βιβλίο
κλείνει με το ποίημα « ΜΗΝ
ΚΛΑΙΣ» και δίδει κατεύθυνση στον
αναγνώστη: « Μην κλαις / μην κλαις αγαπημένη / αύριο θ’
ανθίσει η πλάση / και η καρδιά σου θα χορτάσει, / τη δικαιοσύνη.»
_______________________________________________________________________________________________________________________________________
Κρητικό Γλωσσάριο 6580 ΛΗΜΜΑΤΑ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΜΑΡΙΝΟΥ Ι. ΙΔΟΜΕΝΕΩΣ. ΒΙΚΕΛΑΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ. Ηράκλειο 2006.
Σελίδες 580. Φιλολογική επιμέλεια: Μανόλης Στ. Αθανασάκης. Έκδοση: ΒΙΚΕΛΑΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ. Εκδοτική φροντίδα: ΒΙΚΕΛΑΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ. Πρόκειται για
ογκώδες έργο που αυτοχαρακτηρίζεται ως
Κρητικό γλωσσάριο μόνο. Ως προς τις Κρητικές λέξεις και βέβαια, καθώς
είναι καταχωρημένες κατά απόλυτη αλφαβητική σειρά , είναι Κρητικό γλωσσάριο.
Δεν είναι
αρκετός όμως ο προσδιορισμός αυτός διότι περιέχει 300 Κρητικές παροιμίες. Από
την άποψη αυτή το βιβλίο είναι και μια λαογραφία.
Επέκεινα
περιέχει και 200 τυποποιημένες Κρητικές φράσεις, έτσι είναι και ιδιωματική γλωσσολογία.
Θέτω ένα
ερώτημα: «Μπορεί ένα βιβλίο που περιέχει περίπου 7000 μαντινάδες να μην είναι
ποιητική συλλογή;». Νομίζω πως είναι και
μια σπουδαία ποιητική συλλογή, διότι κάθε μια Κρητική λέξη συνοδεύεται από μια
ή δυο μαντινάδες μέσα από το νόημα των οποίων φαίνεται η σημασία της λέξης μέσα
στον λειτουργικό Κρητικό λόγο.
Παίρνω την
πρώτη λέξη: αβάρετος, - η. ο άοκνος,
ακούραστος. «Αβάρετος είμαι κι εγώ και συ θωρώ τα ίδια, άντε σκιας να ζυμώσομε
να κάμομε τριβίδια*».
Παίρνω και την
προτελευταία λέξη: « ώφου (επφ) ώχ!
(λέγεται σε θλίψη, έκπληξη, χαρά, θαυμασμό, πόνο). « Ώφου ντουμάνια και φωθιές,
που ήψες στα σωθικά μου και οπουγιας* δα φτάξουνε οι φλόγες στη γκαρδιά μου!».
Η « Ώφου και γιάντα* δεν μπορώ να δω τα πετρωμένα, για να μπορώ να πολεμώ τση*
μοίρας τα γραμμένα!»
Είναι όμως και
ένα ιδιότυπο γλωσσάρι Κρητικών λέξεων που ερμηνεύονται με Κρητικές λέξεις
πλεγμένες σε άριστο ρυθμικό δεκαπεντασύλλαβο.
Παίρνω τη λέξη βλοητικά:
« βλοητικά, (τα) (ακλ) ευλογητικά, αμοιβή του ιερέα για κάποιο μυστήριο,
ευχή ή τρισάγιο (Πλέρωσε τα βλοητικά κι ας πουτανιάσει η νύφη) Η (του γάμου τα
βλοητικά δένουνε το ζευγάρι, για τούτο και με τον παπά δεν κάνουνε παζάρι) ». Η παροιμία λοιπόν λέει πως τον
παπά τον ενδιαφέρουν μόνο τα βλοητικά.
Παίρνω τα
ρήματα βγαίνω και βγάνω.
«βγαίνω
εξέρχομαι, ανεβαίνω, κερδίζω. μου βγαίνει
μου αρμόζει, μου πρέπει, δικαιούμαι, το αξίζω. βγαίνω στσι πόντους ανταποκρίνομαι,
συμπλέω, δε διαψεύδω τις προσδοκίες κάποιου για το άτομό μου. δε σε γνοιάζει να βγεις κι από πάνω! Δε
σε νοιάζει να απαιτήσεις και αμοιβή ( αντί να ζητήσεις συγγνώμη για τις πράξεις
ή για τα λόγια σου). δε βγαίνει μούτε πράσινο φύλλο δε φυτρώνει
ούτε πράσινο φύλλο. δε βγαίνουνε τα λεφτά μου δεν επαρκούν, δε
φτάνουν τα χρήματά μου. βγαίνω στο
κοντάρι εκτίθεμαι δημοσίως, εκπίπτω ηθικά, ξεπερνώ κάθε όριο ηθικής και
τιμιότητας. δε βγαίνω δε με
συμφέρει, δεν κερδίζω τίποτα. ( Άμα δα βγαίνεις στα ψηλά, ξάνοιγε κι ίσα
κάτω γιατί μπορεί να γκρεμιστείς να
ξαναπάς στο μπάτο) Η «Μια σφακελιά» λες μου `βγαινε να πάρω κι από πάνω αντις
να πεις ευχαριστώ για το μιστό που κάνω» Η « Στην καψαλιά τρεις πατωσές
φυτρώνει το χορτάρι, μα στση καρδιάς μου την καπνιά δε βγαίνει ούτε πουρνάρι».
Η «Μια καλής σόης* κοπελιά μου βγαίνει και γεννήτρα, να μεγαλώσει κι αυτηνής
και η γι-δική μου φύτρα». Η «Κι εγώ
`μουνα στα νιάτα μου γερός και
τζαναβάρι, μα πίστεψα στα λόγια σου και βγήκα στο κοντάρι». Η Δε βγαίνω
στην τιμή, που λες, να δώσω τη γκαρδιά
μου, μόνο μ` αγάπη κι έρωτα τη δίδω τη
σοδειά μου». βγαίνω στη σκια (μτφ)
συνουσιάζομαι (για αρσενικό). « Εγέρασα και δεν μπορώ και όλο ζω και ζένω και
δε μπορώ να κουνηθώ, μούτε στη σκια να βγαίνω». βγάνω ρήμα με πολλές σημασίες, ανάλογα με τα συμφραζόμενα, .οπως
εξάγω, προξενώ, κερδίζω, υφίσταμαι, παθαίνω, ονοματίζω, μου φύεται, αναδίδω
οσμή, δυσφημώ, ενεργώ, εξαρθρώνω, ποιώ. βγάνω νερό αντλώ νερό. βγάνει νερό βρέχει.. βγάνω
λεφτά κερδίζω χρήματα. βγάνω λόγο ομιλώ σε συγκεντρωμένο
πλήθος. βγάνω το λαγό απού την τρύπα
ενεργώ με κίνδυνο να υποστώ ζημιά. βγάνω βρομιά βρομάω, μαρτυρώ μυστικό βγάνω γλώσσα μαλώνω, βρίζω βγάνω λιγιά είμαι
ανεπαρκής, λίγος. βγάνω τα μάθια μου
συνουσιάζομαι. βγάνω σκασμό σιωπώ. βγάνω μαλλιά φυτρώνουν τα μαλλιά μου. βγάνω δίσκο περιφέρω δίσκο επαιτείας. βγάνω τον πόδα μου εξαρθρώνω το πόδι μου. δε
βγάνω πράμα δεν κερδίζω, δεν
ωφελούμαι τίποτα, δεν μπορώ να διαβάσω τίποτα. βγάνω τα στράφυλα αποστάζω τα στράφυλα. τα βγάνω πέρα ανταπεξέρχομαι. βγάνω χόρτα εκριζώνω χόρτα. να
σε πιάσω θέλω και δα σε βγάλω βένες θα σε πιάσω και θα σε σκίσω σε λωρίδες.
βγάνω μαντινάδες γράφω ( ποιώ
) μαντινάδες κλπ. « Εδά που ζω να να μ` αγαπάς γιατί άμα ποθάνω, δε βγάνεις
πράμα πως δα κλαις στο μνήμα μου απάνω»
Η « Το ξενικόσταρο οφτό και τα
λεφτά βγαρμένα, το σταμναγκάθι φρικασέ και τα κουκιά βρασμένα» Η « Ένας παλαιϊνός μαντές με τρώει νύχτα μέρα
κι αγκομαχώ και πνίγομαι για να τα βγάλω πέρα».
Νομίζω πως τα παραδείγματα που παρέθεσα δείχνουν την
ποιότητα και τον όγκο του έργου. Υπολείπεται να εκφράσω τα συγχαρητήριά μου
στον συγγραφέα για το έργο του, αλλά και
στους υπεύθυνους της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης που διέκριναν την ποιότητα του έργου και το
συμπεριέλαβαν στις εκδόσεις της Βιβλιοθήκης.
_________________________________________________________
ΤΑ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
Με μικρή εισαγωγή για τα τυπογραφεία της Βενετίας. Δημητρίου Ν. Μουδατσάκη.
ΤΥΠΟΚΡΕΤΑ
ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ 2005. Σελίδες 342 μεγάλου σχήματος .Το βιβλίο διαιρείται σε
εφτά μέρη. Πριν από τα μέρη του βιβλίου υπάρχει στην σελίδα 5 μικρή καταχώρηση με τον τίτλο: ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ. Ο
συγγραφέας ευχαριστεί μεταξύ άλλων : « Το διευθυντή της ΤΥΠΟΚΡΕΤΑ κ. Κώστα
Καζανάκη, που εμφανίστηκε αναπάντεχα την κατάλληλη στιγμή και αφιλοκερδώς πραγματοποίησε την εκτύπωση
του βιβλίου» καθώς επίσης « Την INFOTYP Α.Ε. και τη ΧΑΡΤΟΚΡΕΤΑ των αδελφών Νίκου και
Γιάννη Καλαιτζάκη που πρόθυμα διέθεσαν το χαρτί για να πραγματοποιηθεί η
έκδοση». Ακολουθεί ένα σύντομο
βιογραφικό του συγγραφέα και η ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Επέκεινα ακολουθεί το:
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ.
Περιλαμβάνει την ιστορία της
Τυπογραφίας στην Κρήτη.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Αναφέρεται στα πρώτα τυπογραφεία της Κρήτης
όπου κυριαρχεί το όνομα της οικογενείας Αλεξίου: Στυλιανός, Σπύρος, Αριστείδης,
Αλέκος. Της οικογένειας Μουδατσάκη, όπου
ο Μανώλης Μουδατσάκης δίδαξε την τυπογραφία σε πολλούς συγγενείς του τους:
Χαρίδημο, Νίκο, Νίκο του εμμ., Δημήτριο, Εμμανουήλ του Δ., Ζαχαρία του Ν.,
Μανώλη του Ν.
Στην συνέχεια
καταγράφει τα τυπογραφεία των: Νικόλαος Αλικιώτης, Κατεχάκης Μανώλης, Γ.
Κατεργιανάκης, Κώστας Καφετζάκης, Μανώλης Τριγώνης, Ανδρέας ζωγράφος, Ιωάννης
Μουρέλος Μιχαήλ Μαρνελάκη κ.α.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Τα πρώτα
μεταπολεμικά χρόνια κυριαρχούν τα ονόματα Γιάννης Δεδελετάκης, Στέλιος Πλατής, Χρήστος Ζ. Μπαντουβάς, Κώστας
Μπαντουβάς, Αθηναγόρας Μυκωνιάτης, Αλέξανδρος Μυκωνιάτης με την εφημερίδα
«ΠΑΤΡΙΣ», Ανδρέας Καλοκαιρινός Εφημερίδα
«ΚΡΗΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», Αριστοτέλης
Γραμματικάκης, Κωστής Φραγκούλης, Βαγγέλης Σφακιανάκης, Στέλιος Χαλκιαδάκης
κ.α.
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
Τα επόμενα χρόνια: Θανάσης Σκουλάς, Στυλιανός
Πλατάκης, Μανόλης Καρέλλης, Κώστας Γραμματικάκης, Γεώργιος Χρηστάκης, Νικ.
Μουδατσάκης, Δαβίδ και Κώστας Πατεράκης Ζαχ. Ν. Μουδατσάκης, Γεώργιος Δετοράκης
κ.α.
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
Τα νεότερα χρόνια:
Ηρακλής Χ. Μουδατσάκης, Γιάννης Καζαντζής, Θεόδωρος Κανταρτζής, Λευτέρης
Παπουτσάκης, Στρατής Παπαγεωργίου Κώστας Καββαδίας κ.α.
Το βιβλίο
έχει γραφεί μετά από μια έρευνα πολλών ετών. Η συλλογή των στοιχείων έγινε με
τον καλλίτερο τρόπο, που μπορούσε να γίνει, από ότι είμαι σε θέση να γνωρίζω εξ
αιτίας της ενασχόλησής μου με τον τύπο γενικά. Θα αποτελέσει
ιστορική πηγή για τους επερχόμενους. Η
γλώσσα του είναι ρέουσα, κυριολεκτική και απόλυτη. Είναι αξιοθαύμαστη η
εργατικότητα του συγγραφέα, αλλά και η δίψα του για μάθηση. Δράττομαι της
ευκαιρίας να εκφράσω τον θαυμασμό μου
και την εκτίμησή μου στο πρόσωπό του. Σπούδασε τα παιδιά του κι ο ίδιος: Οι σπουδές του είναι η ίδια η ζωή. «Το Σεπτέμβριο του 1945 γράφτηκα στην Τρίτη
τάξη του Νυκτερινού Σχολείου ….». Προφανώς εννοεί του Δημοτικού. Σήμερα
συνταξιούχος ων φοιτά πάλι σε Νυκτερινό
Σχολειό, για το Γυμνάσιο και το Λύκειο.
Το βιβλίο
είναι εκτός εμπορίου. Το μοίρασε ο ίδιος ιδιοχείρως σε όσους αναφέρεται και
στους φίλους του. Η εργασία αυτή είναι μια πολύ σπουδαία ΠΡΟΣΦΟΡΑ στην Κοινωνία, την Κρήτη και την Ελλάδα. -
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΙΩΑΝ. ΦΑΡΣΑΡΗΣ
(βιβλίο μεγάλου σχήματος)
Ο συγγραφέας είναι Δάσκαλος και προχώρησε στην έκδοση του βιβλίου, για
να διασώσει τους θησαυρούς της ξυλογλυπτικής. Ο ίδιος είναι απόγονος των
νιταδώρων κι έτσι και οικογενειακή υποχρέωση, εκτός της προσφοράς του στην
Τέχνη τον ώθησε στην εκτύπωση του υπέροχου βιβλίου.
Ο
Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, Καθηγητής
της Γλωσσολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο «Προλογικό Σημείωμα» του γράφει: «Το παρόν λεύκωμα απεικονίζει με
τον πιο εύγλωττο τρόπο τον αγώνα και την αγωνία μιας σειράς χαρισματικών
ξυλογλυπτών από το Μέσα Λασίθι, να αποδώσουν πρώτα στο χαρτί και να σκαλίσουν
κατόπιν το ξύλο τις παραδοσιακές μορφές και παραστάσεις που απεικονίζονται στα
τέμπλα των ιερών ναών…… Τα σχέδια που παρουσιάζονται εδώ προέρχονται από τους
ονομαστούς ξυλογλύπτες: Ιωάννη Εμμ. Χαλάτση, Παναγιώτη Γεωργ. Μακράκη, Ιωάννη
Γεωργ. Μακράκη, Ζαχαρία Κων. Φαρσάρη και Ιωάννη Εμμ. Κουμαρτζή….» Το βιβλίο
είναι προσφορά στην Τέχνη, ο συγγραφέας όντας απόγονος σπουδαίων
Νιταδώρων, διασώζει τα έργα των προγόνων
του και τα προσφέρει στους παρόντες και επερχόμενους ξυλογλύπτες.
Ένα
μικρό δείγμα από τα σχέδια του βιβλίου.
Είναι καταγραφές από το 1630μ.Χ. Στον κατάλογο του βενετού μηχανικού Basilicata (Βασιλικάτα) αναφέρεται το όνομα Metochio Farsari = Μετόχι Φαρσάρη. Από την οικογένεια των Φαρσάρηδων κατάγονταν οι νιταδώροι
(ξυλογλύπτες) του Μέσα Λασιθίου, για
τους οποίους γίνεται λόγος στο βιβλίο.
60 χρόνια δημοσιογραφίας ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΩΝ του Νίκου Εμμ. Μαρκάκη. Έκδοση του πολιτιστικού συλλόγου Πετροκεφαλίου.
Μάιος 2005, σελίδες 255 . Ο υπότιτλος του βιβλίου προσδιορίζει άμεσα το
περιεχόμενο. Τα κείμενα διαλεγμένα ένα προς ένα συνορίζονται μεταξύ τους ποιο
να έχει την πρωτοπορία, όμως δεν το κατορθώνουν γιατί όλα είναι πρώτης
γραμμής. Η διάκριση που μπορεί να έχουν
μεταξύ τους είναι το έντυπο στο οποίο έχουν πρωτοδημοσιευτεί. Τα θέματα έχουν
μεγάλη ποικιλία και καλύπτουν την
χρονική διάρκεια των τελευταίων εξήντα ετών. Προσδιορίζουν την
προοδευτική ιδεολογία του συγγραφέα με εργαλείο ένα μεστό και σαφή δημοσιογραφικό
λόγο, που έχει λίγη αφαίρεση, όμως δεν έχει πλεονασμούς και διαβάζονται ευχάριστα.
ΔΕΝ ΠΩΛΕΙΤΑΙ Η ΠΑΤΡΙΣ
Ούτε με του κόσμου όλα τα δις.
ΔΕΝ ΠΩΛΕΙΤΑΙ Η ΠΑΤΡΙΣ
Τους το λέμε τρις.
Εάν θέλουνε να πληρωθούνε
Οι πολιτικοί να πουληθούνε.
Τους πουλάμε
όλους σε τιμή ευκαιρίας μεγάλης,
όπως τα μπαγιάτικα ψάρια της Σενεγάλης.-
στέλιοσκωστήσπυριδάκης
«Το Λογοτεχνικό έργο ενός πολυτάλαντου, πολυπράγμονα
και χαρισματικού φίλου»
____________________________________________
Του Σήφη Κοσόγλου φιλολόγου
Ο Σήφης Κοσόγλου στο βήμα
Αφιέρωμα στον Στέλιο Κωστή Σπυριδάκη
(κατά την εκδήλωση για το λογοτεχνικό του έργο)
ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ
ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
(οδός Νυμφών 3, Πόρος Ηρακλείου)
Παρασκευή 10 Μάη 2013 ώρα
2030.
Κυρίες και Κύριοι,
Απόψε
δεν θα σας μιλήσω για έναν εξαίρετο και δεξιοτέχνη ζωγράφο, αφού δεν είμαι «επαΐων»
ούτε και «ο καθ` ύλην» αρμόδιος.
Δεν θα σας μιλήσω για έναν αληθινό
«μάστορα», τιθασευτή και σμιλευτή της πέτρας, του ξύλου, του μάρμαρου και του
χαλκού, αφού ούτε γιαυτό νιώθω επαρκής.
Δεν θα σας μιλήσω για έναν θαυμάσιο
πηλοπλάστη και αληθινό δημιουργό, γεμάτο μεράκι, γούστο και φαντασία…
Απόψε θα προσπαθήσω να σας γνωρίσω έναν
εξαίρετο τεχνίτη του λόγου και ταπεινός διαμεσολαβητής να σας μυήσω και να σας
σεργιανίσω στο πεζογραφικό και το ποιητικό έργο του αγαπητού φίλου Στέλιου Κωστή Σπυριδάκη.
Γεννήθηκα στη Μεσσαρά
μεγάλωσα χωρίς χαρά.
χωριό μου το Καστέλλι
Από μικρό κοπέλι,
ασκήμιες είδα στη ζωή.
Ήτανε τότε κατοχή.
Χρόνοι κακοί σαν νύχτα
κι
ο ξένος μας εχτύπα.
Παρόλα αυτά θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που γεννήθηκα
σε χωριό και μάλιστα μικρό. Έζησα δύσκολη ζωή με φτώχεια και ανέχειες. Πολλές
φορές κινδύνεψε η ζωή μου από κινδύνους που κρύβει η ύπαιθρος. Η ίδια η ζωή μ`
έκανε δυνατό. Έκανα όλες τις γεωργικές εργασίες, όργωμα, σπορά, ξεβοτάνισμα,
θέρισμα, αλώνισμα, λίχνισμα, ζύμωμα, φούρνισμα… Έζησα την Ελευθερία. Πήρα πολλή
αγάπη κι έχω απόθεμα και δίδω στους ανθρώπους, στη Φύση, στην Τέχνη.
Αυτά σημειώνει ο συγγραφέας μας για τον
εαυτό του στον πρόλογο του έργου του «Ο
ΘΕΟΣ ΣΤΟ ΝΙΟΚΑΣΤΡΟ», ενώ στον πρόλογο του έργου του «ΚΑΠΕΤΑΝ ΚΕΡΑΤΑΣ», μας διαφωτίζει απόλυτα, γιατί διάλεξε το δρόμο
της θάλασσας, τον οποίο υπηρέτησε σαν Ασυρματιστής σε ποντοπόρα πλοία με
απόλυτη επιτυχία και ευσυνειδησία μοναδική.
«Μαύρα ήτανε τα χρόνια στα νιάτα μου.
Προοπτική δεν υπήρχε για τίποτα. Η Πατρίδα έτρωγε τα παιδιά της. Ένα ήταν το
σύνθημα της φτωχολογιάς. Απού φύγει
γλυτώνει… Δυο ήταν οι δρόμοι της διαφυγής. Ο ένας ήταν
στην Μετανάστευση… ο άλλος της θάλασσας
…
Δώσε αέρα στο πανί
σιγούρεψε τον φλόκο
κι αν η καρδιά σου σε πονεί,
ορμήνεψέ της τρόπο.
Διάπλατα όλα τα πανιά
ν` ανοίξεις στον αέρα
φωτιά στη θάλασσα … φωτιά
και θα τα βγάλεις πέρα.
Με διάλεξε και με πήρε η θάλασσα παρά την
κατάρα της Μάνας μου, η οποία για να μ` εμποδίσει μου ευχήθηκε «Να πνιγώ στο
πρώτο μου ταξίδι, αν ίσως και μπαρκάρω…. Είχε πληρωμένο βαρύ φόρο στο θαλασσινό
Μινώταυρο η δόλια κι έτρεμε τη θάλασσα…
Συνάντησα εκεί άντρες πρώτου μεγέθους. Ήταν
καλοί δάσκαλοι. Προσπάθησα να είμαι καλός μαθητής. Δεν ξέρω ως που έφτασα. Έχω
χρέος ν` αναφερθώ σαυτούς τους θαλασσινούς γίγαντες στα βιβλία μου…
Οριστικά και τελεσίδικα λοιπόν η ζωή του
αγαπητού φίλου Στέλιου θ` ακολουθήσει το δρόμο της θάλασσας. Ένα δρόμο δύσκολο
και δύσβατο, γεμάτο Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες μα και εμπειρίες μοναδικές και
πρωτόγνωρες.
Αφετηρία του τα συνεχή «Μπάρκο»
Κλείνομε τη ζωή μας μες σον
σάκο,
Που τον κρατάμε ολοζωής.
Τα χρόνια παν
¨Μπάρκο-ξεμπάρκο»
Γεμάτα θύμησες λοής-λοής.
***
Δένομε κόμπο πάντα την καρδιά
μας,
Μαυροσκεπάζεται το φως.
Φιλούμε τη γυναίκα, τα παιδιά
μας
Και μας σπαράζει ο χωρισμός.
***
Σφιχτά μια φούχτα παίρνομε
πατρίδα
σε δυο κλωνιά βασιλικό,
τα χείλη τρέμουνε και η
ελπίδα,
ρίχνει άγκυρα στο γυρισμό.
…και τα «Ξεμπάρκο»
Γυρνάμε κάποτε στο σπίτι
κρατάμε δώρα στα παιδιά,
στο ταίρι μας ότι του λείπει
και τσακισμένη μια καρδιά.
***
Και τα παιδιά δεν μας
θυμούνται.
-Διώξε τον λένε της μαμάς.
Κατάμουτρα μας διηγούνται
…πως ταξιδεύει ο μπαμπάς.
***
Και γίνεται ο γυρισμός μας
χειρότερος του χωρισμού.
Είναι κι αυτό στο ριζικό μας
φουρτούνα στεριανού καιρού.
Ανάμεσα λοιπόν στα αλλεπάλληλα «Μπάρκο και
ξεμπάρκο» θα κυλήσει η ζωή του συγγραφέα μας, ώσπου ν` αράξει στη ζεστή αγκαλιά
των δικών του ανθρώπων και της πατρίδας ωσάν τον Ομηρικό Οδυσσέα…
Όμως ο εραστής της θάλασσας
και των ανοιχτών οριζόντων δεν θα ησυχάσει, δεν θα επαναπαυτεί, δεν θα
σταυρώσει τα χέρια…
Απεναντίας, απολαμβάνοντας τα αγαθά της
οικογενειακής ζωής θ` αρχίσει ένα νέο κύκλο δράσεων και δημιουργίας, που όπως
προανέφερα έχουν σχέση με τη Ζωγραφική, τη Γλυπτική της πέτρας , του ξύλου, του
μάρμαρου, την κατεργασία του χαλκού, το πλάσιμο του πηλού κ.α. όλα τα
καταπληκτικά και μοναδικά δημιουργήματα του σ` όλους τους παραπάνω τομείς της
Τέχνης, σας προτείνω να τα απολαύσετε, σε μια επιτόπια επίσκεψη σας στο
ΟΙΚΟΜΟΥΣΕΙΟ που στεγάζουν στο σπίτι τους ο Στέλιος κι η αγαπημένη σύζυγός του
κυρία Αγγέλα.
Τώρα όμως νομίζω πως έφτασε η ώρα να σας
γνωρίσω τον πεζογράφο Στέλιο Κωστή Σπυριδάκη και το έργο του. Ξεκινώ με το
βιβλίο του
1.
ΚΑΠΕΤΑΝ ΚΕΡΑΤΑΣ.
Πρόκειται για 12 ναυτικά
διηγήματα με τους ενδεικτικούς τίτλους: Καπετάν Κερατάς, Μίστερ Χιρατσούκα, Δυο
Μούτσοι, Τα μπρούντζα, Herrn
Oto, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Καπετάν-Κώστας Κολυβάς, ο
Όμηρος, Ου παντός πλειν ες Κόρινθον κ. α.
Στην συλλογή καταγράφοντας νόστιμες παράδοξες
ιστορίες και ταξίδια που περιγράφουν τη
σκληρή ζωή, τα βάσανα και τις περιπέτειες των ναυτικών που αντίστοιχές τους
βρίσκει κανείς στις «Αδάμαστες Ψυχές» και στον «Γιαβάς το Θαλασσινό» του Φ.
Κόντογλου.
Είναι ιδιόμορφες μικρές ναυτικές ιστορίες,
που περιγράφουν όσα ζουν στα ταξίδια τους οι ναυτικοί, ιστορίες που εκτυλίσσονται
σε χώρους ξένους και αλαργινούς ανάμεσα σε ανθρώπους πρωτοθώρητους,
αλλόγλωσσους και αλλόφυλους. Ο αναγνώστης της συλλογής, νιώθει ξαφνικά ν`
απογειώνεται πετώντας με τα φτερά της φαντασίας του στον Καναδά, τη Βραζιλία,
τη γερμανία, τη Φορμόζα, το Μεξικό…
Ο συγγραφέας παίρνει τον
αναγνώστη απ` το χέρι και τον ξεναγεί σε άλλους τόπους μακρινούς κι εξωτικούς
καλώντας τον να γνωρίσει τον τόπο τους, τον τρόπο ζωής και να ζήσει τις αγωνίες
και τις λαχτάρες των, τα βάσανα της δύσκολης ζωής των.
Μιλούνε για ταξίδια μαγικά κι εντυπωσιακά
που όμως αφήνουν μια πικρή γεύση στα χείλη και την ψυχή για τις δυσκολίες που
αντιμετωπίζουν κι οι ναυτικοί μας κυνηγώντας «το γαλάζιο πουλί» της ζωής του ο
καθένας…
Ο τέως Νομάρχης Ηρακλείου
Δημήτρης Σαρρής, η Ελένη Σπυριδάκη (Τυφώνας Ελένη) και ο φιλόλογος Σήφης
Κοσόγλου κατά την παρουσίαση του λογοτεχνικού έργου.
2.
Ο ΘΕΟΣ ΣΤΟ ΝΙΟΚΑΣΤΡΟ
Πρόκειται για μια σειρά αφηγημάτων με
τίτλους: Ο Έλληνας, ο Χωριογύρης, ο Ντουργουτζές, ο Λακέρδας, το Ράδιο του
Γρίντη κ. α. που αναφέρονται σε κομμάτια της ζωής που από μικρός έζησε ο
συγγραφέας μας στο χωριό του, χωρίς να είναι ο ίδιος πρωταγωνιστής αλλά ένας «φτωχός αφηγητής». Η αφήγηση είναι πηγαία και ρέουσα, οι
ιστορίες, τα γεγονότα και τα περιστατικά λαμβάνουν χώρα σ` ένα χωριό της
ενδοχώρας της Κρήτης, προφανώς γενέτειρας του συγγραφέα το Καστέλλι.
Οι ήρωες-πρωταγωνιστές συστήνονται κυρίως με
τα παρατσούκλια τους, ο Έλληνας, ο Κορεάτης, ο Ελβετός, ο Βούλγαρος, το
Τουρκάκι… ενώ οι ιστορίες και τα αφηγούμενα περιστατικά διανθίζονται με
μοναδική μαεστρίας, μ` ένα ιδιόμορφο και σαρκαστικό χιούμορ δίνοντάς τους ένα
τόνο και μια διάσταση ευθυμογραφική που προκαλούν έντονο κι ασυγκράτητο γέλιο.
Ανθρώπινοι χαρακτήρες, ασχολίες, ήθη , έθιμα
συμπεριφορές, περιγραφές και εικόνες, ιστορίες και γεγονότα μας γυρνούν νοερά σε
χρόνους περαζούμενους στην Ελληνική περιφέρεια και την Ελληνική Φύση,
πλημμυρίζονται με νοσταλγία και ομορφιά την ψυχή μας.
3. ΤΟ ΜΑΝΩΛΙΟ ΣΤΗ ΧΩΡΑ (Κρητικά
λαογραφικά στιγμιότυπα)
Ο Ιωάννης Κονδυλάκης με «τον Πατούχα του»
μας είχε γνωρίσει το Μανωλιό του «με τις μακρές χερούκλες του τα μεγάλα μάγουλα
και τσι ποδαρούκλες» κάνοντάς μας να
ξεκαρδιστούμε στα γέλια, όσοι είχαμε την τύχη να τον διαβάσομε.
«Το Μανωλιό» του
συγγραφέα μας- ένας λούμακας, χουβαρντάς κι ανοιχτοχέρης, ξεκινά καβαλικεύοντας
το χελιό γάϊδαρο του να κατηφορίσει στη Χώρα (Το Μεγάλο Κάστρο), να την
γνωρίσει – από κοντά—
Το έργο είναι ένα κείμενο ηθογραφικό
πλημμυρισμένο από κωμικοτραγικά και ξεκαρδιστικά περιστατικά, που θα ήτανε
κρίμα αν δεν γινότανε κτήμα, όσο γίνεται περισσοτέρων αναγνωστών. Σίγουρα
αξίζει τον κόπο.
3.
Ο ΑΤΖΟΥΜΠΑΛΟΣ ΚΙ Ο ΑΝΕΡΟΥΒΑΛΟΣ (διηγήματα)
Κυριότεροι τίτλοι: Νώε ΙΙΙ
(3) Αντικριστά ή Ατζιμπραγά χαράκια, οι ψαριές μου, ο μισεμός του
Σταυρουλογιώργη, Ντέτικα, η Μάνα, ο Ανερούβαλος κ.α.
Το βιβλίο εκδόθηκε «αντί μνημοσύνου» για τα
δέκα χρόνια από το θάνατο του Σταυρουλογιώργη
, τον εκλεκτό βιολάτορα από το Αντισκάρι, και προς τιμήν του αγαπημένου φίλου, ποιητή, ψαρά, ερημίτη και
ναυτοκαλόγερου- του Σταυρουλονικόλα.
Οικεία και αγαπημένα πρόσωπα,
ο Σταυρουλογιώργης κι ο Σταυρουλονικόλας, οικείος κι αγαπημένος χώρος της
Νότιας Κρήτης, όταν εκτυλίσσονται τα δρώμενα. Διηγήσεις εξαίρετες που
διαβάζονται «απνευστί» δημιουργώντας ψυχική ευφορία κι ανάταση στην ανάγνωση.
4.
Η ΣΥΧΩΡΕΜΕΝΗ Ή ΖΗΤΩ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ
(αφηγήματα)
Αφηγήματα με χαρακτηριστικούς τίτλους: Η
συχωρεμένη, ο Αορείτης, Μια πατανία και μια βούργια, οι δραπέτες, η Κουτσή
Μαρία, ο Αρχίδαμος, ο Γιακουμής, η πρώτη μου επανάσταση κ.α.
Ο συγγραφέας σημειώνει στον πρόλογό του:
«Μόλις που είχαμε βγει από το φοβερό καμίνι του πολέμου. Ήμασταν ψημένοι.
Ήμασταν και τυχεροί, γιατί επιζήσαμε. Τόσα άλλα παιδιά συνήλικα μας δεν
επέζησαν. Πήγαν με πρησμένη την κοιλιά στον Παράδεισο να φάνε αυτά που δεν τα
άφησαν να φάνε εδώ στον απάνω κόσμο.
Καθημερινά είχαμε το κυνήγι του επιούσιου. Η
φτώχεια ήταν γενική. Όλοι ήμασταν ξυπόλυτοι. Όλοι φορούσαμε χιλιομπαλωμένα
ρούχα. Οι μεγάλοι μας εμψύχωναν με κάθε τρόπο. Ο καλύτερος ήταν το παραμύθι.
Μας δραπέτευαν από τη σκληρή ζωή και μας πήγαιναν σε παραμυθένιους κόσμους,
όπου όλα ήταν πιο εύκολα, πιο ευχάριστα.
Κάθε βράδυ μετά το παραμύθι πηγαίναμε στην
καλοκοιμηθειά μας, με την προσδοκία και την ελπίδα να ζήσομε κάποια μέρα κι
εμείς σ `αυτούς τους κόσμους. Ο συγγραφέας, νοερά μας επιστρέφει σε παλαιότερες
εποχές… Καταβυθίζεται στις μνήμες των
παιδικών χρόνων… πόλεμος… σκληρές και δύσκολες εποχές… Απάνθρωπες συνθήκες
διαβίωσης και επιβίωσης… Ατέλειωτη φτώχεια … τραγικές οι συνθήκες…
καταπλακωμένη η ψυχή… Για μας ζωή ήτανε
μόνο ο πόλεμος. Τα όπλα, τα πυρομαχικά, ήταν ο πλούτος μας… τα κομμένα χέρια
και πόδια… Τα βγαλμένα μάτια ήταν το κέρδος μας. Γλυκόπικρη γεύση ζωής… Πρόσωπα
αγαπημένα του χτες… Γεγονότα και περιστατικά που ξανάρχονται στη σκέψη…
προκαλώντας άλλοτε νοσταλγία κι αγάπη κι άλλοτε πόνο και θλίψη… Γενικά
γλυκόπικρα συναισθήματα… Μα και γέλιο μπόλικο σαν αντίδοτο, σαν ένεση
αισιοδοξίας και προοπτικής… Και μαζί η μόνιμη και γεμάτη λαχτάρα επωδός:
Νάτανε, λέει, παραμύθι η ζωή……………..
……Σκόρπιοι
παντού να είναι θησαυροί
Και καθαείς να
`χει ένα παλάτι…..
Νάτανε, λέει…….
Νάτανε, λέει…..
………….. όμως ….
6. ΤΟ ΧΟΥ (πεζογραφήματα)
Κυριότεροι τίτλοι: το Χου, ο Ζγουράφος, ο
Μαστροχρήστος, Σαν τα πουλιά, του Κουζουλού η μάντρα, ο πιθηκότοπος,
Σαρανταυγά, ο Κατσόπρινος , Δραχμοοικογένεια κ.α.
«Για να εξασφαλίσω το ψωμί της οικογένειας η
ζωή μου έβαλε πολλά εργαλεία στο χέρι» σημειώνει
ο συγγραφέας. Τα δούλεψα όλα και τα ταλαιπώρησα, όπως κι αυτά εμένα. Μεταξύ
άλλων τα εργαλεία αυτά ήταν η σμίλη, το πινέλο και το μολύβι. Αυτά όμως όχι για
τον επιούσιο, μα ακριβώς για την ίδια τη ζωή μου. Χωρίς αυτά η ζωή μου θα ήταν
ανούσια. Προσκυνώ και δοξάζω τη χάρη τους. Και τα δυο τους ήταν καματερά. Με
αγάπησαν και τα αγάπησα»
Τα πεζογραφήματα της συλλογής «Το Χου»
αναφέρονται γενικά στο χώρο της Τέχνης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Είναι
κείμενα δοκιμιακά ή με έντονο κοινωνικό προβληματισμό, κείμενα θαυμάσια και
εξαίρετα που γαληνεύουν την ψυχή και κάνουν να ξεκολλούν τα πόδια μας από τα
σύρματα της καθημερινότητας, που κρατούν καθηλωμένο τον καθένα μας, όπως στο
κείμενο «Σαν τα πουλιά» και του δίνουν την ευχέρεια τραγουδώντας ανέμελος και
ξέγνοιαστος να πετάξει λεύτερος στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα…
7.
ΑΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΣΟΒΑΡΑ
(Ευθυμογραφήματα)
ο μεγάλος τζογαδόρος, οι
παραλήδες Ράλληδες, το μπάνιο του Καραμανλή, το ντιν νταν απεργεί, οι γερμανοί
ξανάρχονται, εθνική προδοσία, πρωτότυπος αντιστασιακός κ.α.
Η συλλογή περιέχει άρθρα και κείμενα
ευθυμογραφικά που αναφέρονται στους διεφθαρμένους πολιτικούς όλων των
παρατάξεων, στην οικογενειοκρατία, τη ρουσφετολογία, τις πελατειακές σχέσεις,
την κομπιναδοπαρανομία, τη διαφθορά την ανηθικότητα.
Κι όλα αυτά την ώρα που ο
Λαός αγκομαχεί και εξαθλιώνεται διαρκώς, πεινά, μένει άνεργος, αυτοκτονεί…
Μια ζωή οι ίδιες κι οι ίδιες
αντιθέσεις, οι ίδιες κι οι ίδιες κοινωνικές αδικίες, οι ίδιες αντιφάσεις που
γεννούν αφεντικά και δούλους…
8.
Ο ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ
Ένας τόμος ξεχωριστός με σειρά κειμένων που
αναφέρονται στο σπουδαίο σπήλαιο της Μεσσαράς «Λαβύρινθος», που δυστυχώς παρά
τις προσπάθειες χρόνων συνεχίζει να παραμένει αναξιοποίητο.
Τελειώνοντας την παρουσίαση του πεζογραφικού
έργου του Στέλιου Κωστή Σπυριδάκη, θα πρέπει να αναφερθούμε και στις εφημερίδες
που εξέδωσε κατά καιρούς ο συγγραφέας.
Πρόκειται για τον «ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΗ», την «ΛΑΪΚΗ ΤΕΧΝΗ», τον «ΛΑΒΥΡΙΝΘΟ» και
την «ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ», η οποία γίνεται αφορμή για να γνωρίσουμε και τον
ποιητή Στέλιο Κωστή Σπυριδάκη.
Ο συγγραφέας έχει εκδώσει τις συλλογές:
«ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΣΤΙΧΑΚΙΑ», «ΔΥΟ ΜΠΑΛΩΘΙΕΣ», «ΤΡΙΑ ΚΥΜΑΤΑ», «ΘΑΛΑΣΣΑ ΠΙΚΡΟΘΑΛΑΣΣΑ» και
όπως μου εκμυστηρεύτηκε πριν λίγες μέρες ετοιμάζει - την εκτύπωση – μια νέα
ποιητική συλλογή με ανέκδοτα ποιήματά του με τον ευρηματικό τίτλο «ΦΥΡΔΗΝ
ΜΕΙΓΔΗΝ»
Προλογίζοντας τη συλλογή του «ΤΡΙΑ ΚΥΜΑΤΑ» ο
συγγραφέας σημειώνει: «Τα περισσότερα
ποιήματα που περιλαμβάνονται σε τούτη τη συλλογή έχουν γραφεί πριν πολλά χρόνια
ταξιδεύοντας στους ωκεανούς και τα πλεύσιμα ποτάμια. Είχαν μια κακή τύχη. Όλα
πετάχτηκαν απ` το φινιστρίνι στα νερά μην τυχόν τα δει κανείς από τους
συντρόφους και με πάρουν στο ψιλό. Τα χρόνια που ακολούθησα ήταν ένας αγώνας
για ρίζωμα στη στεριά, μάλλον άσκοπος και χρόνος για Ποίηση δεν έμενε. Πολλές
φορές την ώρα της δουλειάς είχα εμπνεύσεις που σημείωνα στα πακέτα των τσιγάρων
που κι αυτά τα πετούσα μόλις άδειαζαν. Τους τελευταίους μήνες η υγεία μου δεν
μου επιτρέπει να εργαστώ. Η υποχρεωτική αδράνεια μ` έκανε να βρω διέξοδο στην
Ποίηση, ξαναγράφοντας τα πεταμένα ποιήματα, που όμως κουβαλούσα μέσα μου… »
Παρ` όλες όμως τις δυσκολίες στις οποίες
αναφέρεται ο συγγραφέας τα καταφέρνει θαυμάσια και στον χώρο της Ποίησης, όπως
θα διαπιστώσετε. Θέματα της Ποίησής του οι θαλασσινές του εμπειρίες , ο έντονος
κοινωνικός προβληματισμός με πανανθρώπινο χαρακτήρα, για τα όσα διαχρονικά
διαδραματίζονται γύρω μας, η επαφή του με τη ζωή της Κρήτης κ.α.
Χαρακτηριστικό της Ποίησής του ο έντονος λυρισμός, η σάτιρα και
το χιούμορ, ιδιαίτερα στην «ΤΡΑΓΟΥΘΔΙΣΤΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ», η οποία εκδιδόταν πριν
τριάντα χρόνια και συνεχίζει να εκδίδει στο διαδίκτυο και έχει εκδώσει 4 τόμους.
Ο ποιητής Στέλιος Κωστή
Σπυριδάκης βρίσκεται κοντά στον μεγάλο ποιητή Νίκο Καββαδία, αλλά και στον
μεγάλο σατιρικό μας Γεώργιο Σουρή, καυτηριάζοντας με το εξαίσιο χιούμορ του
κάθε άλογο και παράλογο, που διατρέχει την εποχή μας, τους ανθρώπους της και τα
δρώμενα. Χρησιμοποιεί με μαεστρία μοναδική όλα τα είδη της στιχουργικής, τον
5σύλλαβο, τον 8σύλλαβο, τον εθνικό μας στίχο τον 15σύλλαβο, αλλά και τον
ελεύθερο στίχο, για να εκφράσει τα συναισθήματα και τις ιδεολογικές αναζητήσεις
του. Για του λόγου το αληθές, θα μου επιτρέψετε να σας διαβάσω μερικά δείγματα
της θαυμάσιας Ποίησής του.
α) Φθαρμένες μάσκες
όλες με λύπες
γυρνούν στις στράτες
γιομάτες τρύπες (ποίημα Μασκοφόρος)
β) Κατά διαόλου πλοίο και ζωή μου
ετούτη θέλω τη στερνή μου ώρα,
ποτέ να μην την μάθουν οι δικοί μου.
Καλύτερα να λεν: «Ζει σ` άλλη Χώρα».
(Ποίημα Τυφώνας Ελένη»
γ) Έλα δίπλα μου
ακλούθα τον απόηχο των βημάτων μου.
Ακλούθα πίσω μου
τον
απόηχο των χτύπων της καρδιάς μου.
Πάμε λοιπόν τώρα.
Πως χτυπά η καρδιά σου!
Πως
χτυπά η καρδιά μας!
Τι ζεστασιά!
Τι ανθρωπιά~
Τι βιασύνη!
Μη βιάζεσαι, είναι μακρύς ο δρόμος. (π. Κάλεσμα)
δ) Ένα παιδάκι έκλαιγε και πλάνταξε ο κόσμος.
Ένα παιδάκι γέλασε και άνθισε η Φύση.
(π. Χουζούρι)
ε) Ένας ξανθός ντελικανής λεβέντης Λευκορίτης
προτού να πάει στην κλεψά τάμα μεγάλο
κάνει.
(π. Μια στο καρφί και μια στο πέταλο)
στ) Το Μανωλιό τση Σταυρωτής ήκλεψε την Καντίκω,
την πήγε στον παλιόμυλο και πέρασαν τη
νύχτα.
(π. Παλιόμυλος)
ζ) Στενός ο κύκλος στο καράβι
συντρόφοι μια τριανταριά.
Ίδιος καημός όλους μας κάβει.
Πότε θα πιάσομε στεριά;
(ποίημα Ορίζοντες)
η) Καλή μου αδερφούλα πόρνη, σε λατρεύω,
για τα λεφτά πουλιέσαι, πάντοτε,
αιώνια,
αλλά γι` αυτά κι εγώ συχνά
χαροπαλεύω
απ` τα παλιά ομηρικά τα χρόνια.
(ποίημα Αδερφούλα πόρνη)
θ) Θυμάμαι στο Πορτ Σάιντ ένα δείλι
πάνω στα είκοσι τρία μου τα
χρόνια,
μου πρόσφερες τα ολόδροσά σου
χείλη,
στου αλουέ , πριν χωριστούμε τα
καπόνια.
(ποίημα Θυμάμαι)
ι) Περνώντας το σκυλάδικο porca Madona
του Μάνου άρπαξες το μεσιακό το πόδι
κι ενώ σου πέταγα ανθούς με την
σφεντόνα
εσύ μου ζήταγες του Ήλιου ένα
βόδι.
(ποίημα Πέρασα)
κ)
Χρόνια στις θάλασσες ο καπτα – Νίκος.
Γυναίκες γνώρισ’ έγχρωμες – λευκές,
αδιάφορο το πλάτος και το
μήκος.
Ναι, συν τοις άλλοις είναι και κεκές.
Χρονιάτικου στο τέλος ταξιδιού του,
στο σπίτι πια να φτάσει νοσταλγεί.
Για ησυχία του και του σπιτιού του,
στη σύζυγό του έτσι τηλεγραφεί:
Πλοίο παρέδωσα αύριο φθάνω
στο νερό αν νομίζεις βάλε κάτι
βιάζομαι δεν
έχω καιρό να χάνω
απόλυσε τον
αντικαταστάτη
Κυρίες και Κύριοι, θα
σταματήσω εδώ. Ελπίζω να μην σας κούρασα και θα νιώσω πολύ ευτυχής, αν κατάφερα
να σας παρουσιάσω με την δέουσα πληρότητα τον πολυπράγμονα, τον πολυτάλαντο και
χαρισματικό φίλο Στέλιο Κωστή Σπυριδάκη, ιδιαίτερα όσον αφορά την ιδιότητά του
ως πεζογράφου και ποιητή, ως λογοτέχνη γενικά. Κι επειδή οι μέρες που ζούμε
είναι ζοφερές, δίσεκτες, συφοριασμένες, θα ήθελα να κλείσω την αποψινή
βραδιά με λίγους στίχους του
αγωνιστικούς και αισιόδοξους.
Καλημέρα … Τι
κι αν βρέχει
Θα φτιάξομε
σπίτια.
Τι κι αν
χιονίζει;
Οι καρδιές
μας φλέγονται.
Τι κι αν
σκοτείνιασε;
Θα φτιάξομε
ήλιους.
Τι κι αν τους
κρύβουν τα σύννεφα;
Εμπρός για
νέους ουρανούς με καθαρούς
ορίζοντες.
Καλημέρα….
Γραμμή
ολόϊσια στα σκοτάδια.
Σκίστε τα.
Αυτή είναι η
μοίρα μας.
Φίλε Στέλιο, σ` ευχαριστούμε για όλα.-
Σήφης Κοσόγλου φιλόλογος
Μάης (10) 2013-05-20
Μερική άποψη της εκδήλωσης. Ο Κώστας Σχιζάκης
ιδιοκτήτης και ιδρυτής του Μουσείου Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου καλωσορίζει
τους καλεσμένους .
ΤΟ ΔΡΑΜΑ
ΜΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ
Τα κείμενα που περιλαμβάνονται κάτω από αυτό τον τίτλο
αφορούν την πολύ γνωστή ερωτική ιστορία του μουσικού Γεωργίου Σταυρουλάκη
(Σταυρουλογιώργη) γραμμένη από τον επίσης μουσικό και Ποιητή αδερφό του Νικόλαο Σταυρουλάκη
(Σταυρουλονικόλα). Την ιστορία αυτή έχω
τυπώσει δυο φορές σε ένα μικρό φυλλάδιο. Την πρώτη την ημέρα της κηδείας του
Σταυρουλονικόλα σε δέκα αντίτυπα. Ένα από αυτά έβαλα στο χέρι του νεκρού φίλου
μου. Τα υπόλοιπα έδωσα στους δικούς του. Την δεύτερη στα 40ήμερα του
Σταυρουλονικόλα σε 100 αντίτυπα τα οποία μοίρασα σε όσους τίμησαν την μνήμη
του. Ακολουθεί το κείμενο όπως ήδη έχει τυπωθεί. στέλιοσκωστήσπυριδάκης
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Πολλές
φορές μου έρχονται εμπνεύσεις καταπληκτικές που δεν θέλω να χαθούν και δεν έχω
τον χρόνο να τις γράψω, γιατί δεν με αφήνουν οι υποχρεώσεις της στιγμής. Τώρα
κάθομαι για να γράψω μια γραφή για έναν ακριβό φίλο που έφυγε ξαφνικά και
απροσδόκητα με βίαιο θάνατο και δεν με αφήνει ο πόνος που μου δημιούργησε ο
απρόσμενος χαμός του. Πρόκειται για τον Σταυρουλονικόλα από τα πλατειά
Περάματα. Στις 24 Σεπτέμβρη γκρεμίστηκε με το αυτοκίνητό του στον Τσίγκουνα σε
βάθος 30 μέτρων. Στις 25 Σεπτέμβρη τον κηδέψαμε με πάνδημη κηδεία στο χωριό του το Αντισκάρι.
Μακρόχρονη
φιλία με συνέδεε με τον Νικόλα. Στο μισεμό του αδελφού του, του Σταυρουλογιώργη
είχα γράψει ένα κείμενο που είχα δημοσιεύσει στην Εφημερίδα «Η ΤΟΛΜΗ» του
Ηρακλείου. Αργότερα έγραψα ένα κείμενο
για τον ίδιο τον Νικόλα με τίτλο «ΟΙ ΨΑΡΙΕΣ ΜΟΥ» και το δημοσίευσα στο βιβλίο
μου «ΑΝ ΙΣΩΣ ΚΑΙ ΜΠΑΡΚΑΡΕΙΣ». Αργότερα
στοιχειοθέτησα το βιβλίο του Νικόλα «ΛΕΥΚΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ» έκδοση του Λογοτεχνικού
Συνδέσμου Ηρακλείου, με χορηγία Εμμανουήλ Κουλεντάκη. Λίγο αργότερα έγραψα το
κείμενο: «ΤΟ ΠΑΡΑΜΙΛΗΤΟ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥΛΟΝΙΚΟΛΑ», ακολούθησε το κείμενο: «ΤΑ
ΑΤΖΙΜΠΡΑΓΑ ΧΑΡΑΚΙΑ», το κείμενο αυτό αντιστοιχούσε στα «ΑΤΖΙΜΠΡΑΓΑ ΧΑΡΑΚΙΑ»,
που είναι δυο όρθιοι βράχοι πάνω από τα κύματα στα Πλατιά Περάματα, μα και στα
δυο αδέρφια, τον Σταυρουλογιώργη και τον Σταυρουλονικόλα. Ο μύθος για τα
«ΑΤΖΙΜΠΡΑΓΑ ΧΑΡΑΚΙΑ» αναφέρεται σε δυο αδέρφια που είχαν κακοπάει στον έρωτα
και παρακάλεσαν την Μοίρα τους να τους μαρμαρώσει για να μην υποφέρουν. Η μοίρα
τους δεν μπορούσε να τους βοηθήσει στον έρωτα, γιατί βαριά κατάρα δεν το επέτρεπε,
τους λυπήθηκε όμως, τους μαρμάρωσε και τους πέταξε στη θάλασσα. Τα χαράκια αυτά
είχαν και ονόματα. Ήταν ο Χαλκομύτης και ο Μπρουντζομύτης.
Παρόμοια ήταν
και η μοίρα του Σταυρουλογιώργη και του Σταυρουλονικόλα. Οχτώ μέρες μετά τον
θάνατο του Σταυρουλογιώργη με έβαλε στη βάρκα του ο Σταυρουλονικόλας και μου έδειξε πως το ένα
από τα δυο χαράκια έστεκε ορθό πάνω από τα κύματα. Το άλλο είχε
καταποντιστεί. Ο ίδιος ο Νικόλας μου
έδειξε με τον δικό του τρόπο την σύνδεση που έκανε στα Ατζιμπραγά χαράκια στον εαυτό του και τον
αδελφό του. Χωρίς να το καταλάβω είχα γράψει ένα βιβλίο για τα δυο
αδέρφια. Διάβασε ο Νικόλας τα χειρόγραφα
και μου είπε να το τυπώσω και θα πλήρωνε
αυτός. Δεν το δέχτηκα. Του είπα πως θα το τύπωνα με έξοδά μου στα δεκάχρονα από
τον θάνατο του Σταυρουλογιώργη. Ήταν
γραμμένος και ο πρόλογος. Δεν μπόρεσα. Το επιχείρησα και το 2005. πάλι δεν
μπόρεσα. Πριν ένα μήνα είχα ένα κακό προαίσθημα για τον Νικόλα και βιάστηκα,
αφήνοντας άλλες επείγουσες δουλειές και το τύπωσα. Το τύπωσα και πήρα 35 βιβλία
αφινίριστα ακόμα και του τα πήγα στα Πλατιά Περάματα. Με αγκάλιασε και με
φιλούσε. Έκλαιγε από τη χαρά του ώρα πολλή.
Μου είχε δώσει
από παλιά τα χειρόγραφα του έργου του: «ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΜΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ» Το στοιχειοθέτησα
και ετοιμαζόμουν να τα τυπώσω να του τα πάω ξαφνικά στα Πλατιά περάματα. Όμως ο
Νικόλας βιάστηκε να φύγει το τελευταίο του ταξίδι και δεν πρόλαβα. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να τυπώσω
μερικά και να του τα πάω στο φέρετρο του. Έτσι έγινε. Τύπωσα άρον-άρον δέκα, του έβαλα ένα στο
φέρετρο και τα άλλα τα μοίρασα στους συγγενείς του. Αυτό που θα ήθελε ο Νικόλας
είναι να το τυπώσω σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων και να τα μοιράσω σε όσους
τιμήσουν την μνήμη του στα σαράντα. Αυτό κάνω στη μνήμη του φίλου μου, που όπως
μου έλεγε: «Εμείς Στέλιο, είμαστε
συγγενείς. Όχι εξ αίματος. Όχι εξ αγχιστείας. Είμαστε πνευματικοί συγγενείς»
κι εγώ συμφωνούσα. Σκοπεύω ακόμα να το στείλω σε όλες τις τοπικές Εφημερίδες, με την ελπίδα να το
δημοσιεύσουν μέρος του ή και όλο. Τον Σταυρουλογιώργη και τον
Σταυρουλονικόλα τους ήξερε κατά το
κοινώς λεγόμενο «η Γης, ο κόσμος κι ο ντουνιάς» και πιστεύω πως όλος ο κόσμος
αυτός έχει ενδιαφέρον να διαβάσει την ποιητική βιογραφία του Σταυρουλογιώργη, γραμμένη από τον
ομοιοπαθή αδελφό. Ο Νικόλας κατά τη δική μου ταπεινή γνώμη τραγουδώντας τον
έρωτα του Γιώργη, στην πραγματικότητα τραγουδεί τον δικό του άτυχο έρωτα, γιατί
«Μια
πληγή σ` άλλη πληγή πογιατρεμό δεν έχει»
Το έργο διανέμεται δωρεάν γιατί ο Σταυρουλονικόλας, αλλά και ο
υποφαινόμενος δεν πούλησαν ποτέ τα έργα τους. Τα δωρίζουν στους φίλους.
Παραθέτω ένα ποίημά μου στη μνήμη του Σταυρουλονικόλα.
Σταυρουλονικόλα
Ποιητή
ΑΙΩΝΙΑ ΣΟΥ Η ΜΝΗΜΗ.
στέλιοσκωστήσπυριδάκης
ΔΕΝ ΤΟΝ ΘΡΗΝΟΥΝ
Δεν τον θρηνούν τον Ποιητή
Τον ραίνουν με λουλούδια.
Δεν τον θρηνούν τον Ποιητή
Του πρέπουνε τραγούδια
Δεν τον θρηνούν τον Ποιητή,
Τον ραίνουν με λουλούδια
Κι αυτή την ώρα την στερνή
Του τραγουδούν τραγούδια.
Δεν τον θρηνούν τον Ποιητή
τον τραγουδά ο στίχος
Μέσα στον τάφο δεν χωρεί
Του λόγου του ο ήχος.
Δεν τον θρηνούν τον Ποιητή.
Ο Λόγος δεν πεθαίνει.
Τον έχουνε οδηγητή
Κι αθάνατος πομέννει .-
ΤΟ
ΔΡΑΜΑ ΜΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ
Νικολάου Σταυρουλάκη
(Σταυρουλονικόλα)
Ο ΣΤΑΥΡΟΥΛΟΓΙΩΡΓΗΣ
Παρακάτω
εξιστορώ με στίχους δεκαπεντασύλλαβους την αγάπη του αδελφού μου Γεωργίου
Σταυρουλάκη, η οποία έγινε αφορμή να
περάσει τη ζωή του χωρίς χαρά.
Ο αδελφός μου είχε ένα σπάνιο ταλέντο μουσικής, που από πολύ μικρός το είχε δείξει παίζοντας
λύρα.
Στα είκοσι του χρόνια περίπου κατόπιν
επιμονής του καθηγητή του βιολιού του Ωδείου Ηρακλείου κ. Νουφράκη , κατά το
έτος 1929, γράφτηκε στο Ωδείο Ηρακλείου, παίρνοντας βιολί.
Με τη μουσική που διδάχτηκε και το
ταλέντο που είχε έφτασε στα ψηλότερα σκαλοπάτια, ιδιαίτερα της Κρητικής, μουσικής.
Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς ακούγοντας παιξίματά του.
Τα παιξίματα που είχε
περισυλλέξει από τις ρίζες της Κρητικής μουσικής και όπως τα είχε διαμορφώσει
και τα έπαιζε, δεν τα έχει παίξει ακόμα κανείς κι έτσι σιγά σιγά θα χαθούν.
Οι κακές εποχές που περνούσε η
Ελλάδα την εποχή που αυτός μπορούσε να προσφέρει έργο, δεν τον άφησαν να εκφραστεί.
Κυνηγημένος για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, αλλά και λόγω του ευαίσθητου χαρακτήρα του, τα παράτησε όλα
κάποια στιγμή και αποτραβήχτηκε σε μια ερημιά και έζησε τα υπόλοιπα του χρόνια
μοναχός.
Προβαίνω στη δημοσίευση του
παρόντος αφού έχει φύγει και η γυναίκα που αγάπησε.
Σταυρουλονικόλας
ΣΤΑΥΡΟΥΛΟΝΙΚΟΛΑΣ
Ποιος είναι:
Γεννήθηκε
το 1921 στο ορεινό χωριό Αντισκάρι, από γονείς φτωχούς αγρότες. Τα παιδικά του
χρόνια τα πέρασε μέσα στη φτώχεια και
στις στερήσεις. Τελειώνοντας το δημοτικό σχολείο του χωριού του το 1934, τον
πήγαν οι γονείς του στο Ηράκλειο, για να μάθει την τέχνη του παπλωματά.
Με το ζήλο
που είχε στη μάθηση εξελίχθηκε γρήγορα σε τεχνίτη. Με τα χρόνια, το
"αφεντικό " του, εκτιμώντας τον χαρακτήρα του, του έδωσε δάνειο το κεφάλαιο, που χρειαζόταν να ανοίξει
δική του δουλειά, στην οποία και σταδιοδρόμησε. Τα ενδιαφέροντά του όμως ήταν
άλλα. Έτσι από πολύ νέος άρχισε να
γράφει, τραγούδια και μαντινάδες..
Με τον
καιρό έγινε ένας ώριμος και φιλοσοφημένος στοχαστής ξέχειλος από ανθρώπινα συναισθήματα.
Έχει εκδώσει
τέσσερα βιβλία: 1. Σαλπίσματα. ( ποίηση )
2.
Μαντινάδες και τραγούδια και 3. Τα μοιρολόγια του Αδελφού. 4. Λευκά
Περιστέρια (Έκδοση του Λογοτεχνικού Συνδέσμου Ηρακλείου και χορηγία του παιδικού του φίλου Εμμανουήλ Κουλεντάκη ). Με
το τύπωμα του ανά χείρας «ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΜΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ» τα βιβλία
γίνονται πέντε.
ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΜΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ
( Η αγάπη του Σταυρουλογιώργη)
Το εννιακόσια 'κοσιενιά θα σας ανιστορήσω
κι
επιθυμώ όσο μπορώ να σας ευχαριστήσω.
Ότι ιστορίσω κι ότι 'πω και κείνα που θα ψάλλω
είναι
η ζωή 'νός μερακλή, παράπονο μεγάλο.
Πώς
άρχισε, πώς τέλειωσε μι' αγάπη μες στον χρόνο,
που έκαμε ένα μερακλή πάντα να ζει
με πόνο.
Είμαι αδελφός του κι έζησα κοντά του και κατέχω
κι
ότι ιστορίσω είναι σωστό, κακοβουλιά δεν έχω.
Οι
μερακλήδες το 'χουνε, δεν κάνουν δυο αγάπες.
την
πρώτη σαν θα χάσουνε, ζούνε φτωχοί διαβάτες.
Ετσά κι αυτός
που ιστορώ, έχασε μια αγάπη
κι
έσβησε όλη τη ζωή αμοναχός με πάθη.
Στης
Κρήτης τ' ορεινό χωριό, τ' όμορφο Αντισκάρι,
τον
γέννησε η μάνα μας κι από μικρό 'χε χάρη.
Μόλις
τον κόσμο άρχισε λιγάκι να γνωρίζει,
ήθελε
λύρες και βιολιά σαφή* να τριγουνίζει**.
Δεν ήτανε εφτά χρονώ κι έπαιζε σκοπουλάκια
στη
λύρα κι τραγούδιενε με πάθη και μεράκια.
Στα δέκα του οι χωριανοί τον είχανε λυράρη
κι
όλο γλεντούσανε μ' αυτόν. Δεν τους χαλούσε χάρη.
Κείνα τα χρόνια τα παλιά μόνη ψυχαγωγία
είχε
ο κόσμος τσι γιορτές, γάμους και
πανηγύρια.
Είχ'
ένα μπάρμπα ο Γιώργης μας που είχε ένα φίλο.
στον
Χάρακά** 'ταν καφετζής και με μεγάλο ζήλο.
Σεπτέμβρη δεκατέσσερις κάνουν το πανηγύρι
κι
ως καφετζής εγύρευε Λυράρη. Πού να γείρει;
Τον φίλο του θυμήθηκε που ζούσε στ' Αντισκάρι
κι
εμήνυσέ του, να του βρει για τη γιορτή λυράρη.
Και
του 'γραψε αν μ' αγαπάς φίλε βοήθησέ με.
λυράρη
θέλω του Σταυρού κι εξυπηρέτησέ με.
Εσκέφτηκε ο μπάρμπας μου να πάρει το κοπέλι
και
να το πάει λυρατζή. Άλλη χαρά δεν θέλει.
Είχε κι αυτός και έπαιζε λίγο το μαντολίνο
την
ευκαιρία τούτη να, είπε, δεν την αφήνω.
Εμήνυσε του φίλου του ήσυχος να κοιμάται
κι
ότι του βρήκε λυρατζή να μην παραπονάται.
Θα
'ταν, δεν θα 'ταν τότε σας δεκατεσσάρω ο Γιώργης,
το
λυρατζάκι που 'γινε μετά Σταυρουλογιώργης.
Λέει
του, Γιώργη, να 'ρθεις θες σ' ένα χωριό να πάμε;
και
μη φοβάσαι μα εγώ πάντα κοντά σου θα 'μαι.
Σαν
ήρθε η μέρα του Σταυρού, που 'ταν το πανηγύρι,
βάνει
ο μπάρμπας το Γιωργιό καπούλα στο μπεγύρι.
Και ξεκινά χαρούμενος στο Χάρακα και φτάνει
κι
ένοιωθε να 'ταν σαν πασάς και πάει το φιρμάνι.
Σαν φτάξανε στον Χάρακα ακόμη καβαλάρης
τον
ρώτησε ο φίλος του: Πού είναι ο λυράρης;
Λέει
του, σάσε έναν καφέ γλυκό να τονε
πιούμε,
μα
'μεις για σένα ήρθαμε και όργανα κρατούμε.
Όταν η ώρα πέρασε κι άρχισε να μουχλιάζει
κι
εντάκαρε ο Καφετζής το γλέντι να 'ρδινιάζει
Ερώτησε
τον φίλο του ¨Πού είναι ο λυράρης;
ντάκαρα* να ανησυχώ, σ' έγνοιες πολλές με βάζεις.
Τότε του δείχνει με χαρά ο μπάρμπας το κοπέλι
κι
από τη βούργια έβγαλε τη λύρα με το τέλι.
Και
λέει του ετότεσας ο λυρατζής σου θα
'ναι.
Έγνοιες
μην έχεις και πολλές ετοιμασίες κάνε.
Ο
καφετζής μαρμάρωσε κι έχασε τη θωριά του.
Ένα
κοπέλι τι μπορεί να κάμει στη δουλειά του.
Σαν ήρθε η ώρα να στρωθεί το γλέντι με τη λύρα
ο
μπάρμπας και ο ανιψός στη μέση μέση πήγαν.
Κι αρχίνησαν τα όργανα γλυκά να τα κουρντίζουν
και
όλοι τους ξανοίγουνε μα πράμα δεν ελπίζουν.
Παίζει την πρώτη δοξαριά με κέφι το κοπέλι
κι
αντιλαλήσαν τα βουνά με το γλυκό του τέλι.
Όσοι κι αν ήταν στο χωριό εκειά εμαζωχτήκαν
και
μόνους τσι λυράρηδες στα άλλα γλέντια αφήκαν.
Κι
ο κ*αφετζής από χαρά φώναζε με μεράκι:
ελεύθερα
γλεντίζετε με τα' Αντισκαριανάκι.
Και του 'μεινε το όνομα το " Αντισκαριανάκι
"
του
μερακλή που λέγανε Γεώργη Σταυρουλάκη.
Μ' αυτόν τον τρόπο της ζωής ξεκίνησε τη στράτα
κι
ανέβηκε στα πιο ψηλά όμορφα σκαλοπάτια.
Μα του 'μελλε να μη χαρεί, όση κι αν είχε χάρη
και
να πεθάνει μοναχός νύχτα χωρίς φεγγάρι.
Μεγάλωσε και γίνηκε άντρας ξετελεμένος
κι
ήταν πολύ αγαπητός και πολυτιμημένος.
Στη λύρα δεν τον έφτανε κανείς και δεν μπορούσε
να
παίζει όπως έπαιζε και όπως τραγουδούσε.
Όλοι εκείνον θέλανε να παίζει να γλεντίζουν
και
στις καντάδες κάθ' αργά μαζί του να γυρίζουν.
Θα 'τανε είκοσι χρονώ τότε όταν τον πήραν
στο
πανηγύρι τσ' Έμπαρος να πα να παίξει λύρα.
Και
έτυχε να 'ναι κειδά ο μουσικός Νουφράκης.
τον
θαύμασε και ρώτησε 'πο που 'ναι ο
Σταυρουλάκης.
Και πάνω σ' ένα διάλειμμα τον φώναξε κοντά του
και
λίγο εμιλήσανε μέσα στη συντροφιά του.
Του είπε, στο Ηράκλειο να πάει στο ωδείο,
βιολιού
να μάθεις μουσική. Άλλο να κάμεις βίο.
Αυτός ως ήταν μερακλής αυτό επιζητούσε
και
στο ωδείο γράφτηκε κι άρχισε και φοιτούσε.
Στον χρόνο πάνω που 'διδαν όλοι τους εξετάσεις
στον
Γιώργη είπε ο δάσκαλος, συ πρώτος θα περάσεις.
Όπως θυμούμαι κι ιστορώ Αυτά τα γεγονότα
το
χίλια εννιακόσια εικοσιενιά περίπου εγινόταν.
Μα
ως έγραφε το ριζικό εσήμανε η ώρα,
να
μπει ο Γιώργης στο σεβντά και να τα χάσει όλα.
Κείνα
τα χρόνια τα παλιά κάθε φιλιά κι αγάπη,
είχε
το ύψος τ' ουρανού, της θάλασσας τα βάθη.
Ήρθε μια κόρη πλουμιστή εις το χωριό δασκάλα
όμορφη,
ροδοκόκκινη αφράτη σαν το γάλα
Ήτανε αγαπητερή γλυκειά και μερακλίνα
από
Ηρακλειώτικη γενιά. Τη λέγανε Κατίνα.
Το ορεινό μας το χωριό, το απομονωμένο
πρωτοδιοριζόμενη,
της ήταν πεπρωμένο.
Παρέα είχε μια κερά, τη λέγανε Χριστίνα
και
σ' ένα σπίτι του σχολειού επήγανε κι εμείναν.
Ζούσανε
και οι δυο μαζί, σαν κόρη με τη μάνα,
που
η δασκάλα από παιδί την είχε παραμάνα.
Μ' αγάπη και με σεβασμό όλοι οι χωριανοί μας
τις
περιτριγυρίζανε. Ήτανε σε τιμή μας.
Δεν
πέρασε πολύς καιρός κι ο Γιώργης ως θυμούμαι,
ήρθε
απ' το Ηράκλειο για λίγο να τον δούμε.
Μαζεύτηκαν στο σπίτι μας οι φίλοι κι οι δικοί μας
και
γίνηκε ξεφάντωση και χάρηκε η ψυχή μας.
Κι ως ήτανε συνήθειο την εποχή εκείνη
μετά
το γλέντι στο χωριό καντάδα ήθελε γίνει.
Θα 'τανε καμιά δεκαριά που όμορφα τραγουδούσαν
καντάδα
σαν εβγαίνανε, και τους νεκρούς ξυπνούσαν.
Άρχισε από το σπίτι μας μεσάνυχτα η καντάδα
και
το χωριό γυρίσανε με τάξη κι ομορφάδα.
Της
λύρας ο γλυκός σκοπός ξύπνησε τη δασκάλα,
που
γινε αιτία ο ΄Γιώργης μας πάθη να δει μεγάλα.
Θάρριε πως ήταν όνειρο μ' αφού καλά εφρουκάσθη
κι
είδε πως ήταν αληθινά, από χαρά εταράχθη.
Ο όμορφος σκληρός σκοπός και το γλυκό τραγούδι
μες
στην καρδιά της φύτεψαν ερωτικό λουλούδι.
Τον λογισμό της ρώτηξε πως είναι αυτός που παίζει
τόσο
γλυκά το όργανο κι ανθρώπους θεραπεύγει.
Κι
εκείνος της απάντησε μη με ρωτάς. Κλουθώ του.
Θέλω
να μάθω και να δω την όψη αυτού τ' ανθρώπου.
Σαν πέρασαν τα όργανα κι έπαψαν να γρικούνται
θέτει
να ξανακοιμηθεί. Τα μάτια δεν σφαλούνται.
Ολονυχτίς
στην κλίνη της γυρίζει πάντα κι άλλη.
την
βρήκε το ξημέρωμα αγάπης να 'χει ζάλη.
Λέει
τζη η παραμάνα τζη ειντά παθες παιδί μου.
πες
μου τι έχεις, πού πονάς να έχεις την ευχή μου.
Της νύχτας ο τραγουδιστής γλυκά εξύπνησέ με
και
σε αγάπης πεθυμιά και ζάλη έβαλέ με.
Λέει τζη η παραμάνα της, τέτοια μην τα λογιάζεις
δεν είναι όμορφο, πρεπό στον νου σου να τα βάζεις.
Πριχού χαράξει βρέθηκε πλυμένη χτενισμένη
και
με λαχτάρα στην καρδιά τον ήλιο περιμένει.
Θέλει
να πάει και να 'ρθει, ανθρώπους να ρωτήσει,
τη
λύρα ποιος την έπαιζε, να μάθει, να γνωρίσει,
μα
πρέπει πρώτα στο σχολειό να πάει να διδάξει
και
ως τ' απομεσήμερο τρέμει, πώς θα βαστάξει.
Να
μην κατέχει να μην δει, το πεθυμά, το θέλει,
ποιος
είναι αυτός, που τη χαρά τση 'φερε με το τέλι.
Σαν
ήρθε ο ήλιος λαμπερός όλα να τα φωτίσει,
ξεκίνησε
για το σχολειό το μάθημα ν' αρχίσει.
Οι κανταδόροι της βραδιάς αγγουροξυπνημένοι
όλοι
'χανε περμαζωχτεί, ως ήταν μαθημένοι.
Κατά τ' απομεσήμερο στον καφενέ του Γιάννη
καφεδοκουβεδιάζανε
και κάνανε σεργιάνι.
Και η δασκάλα στο σχολειό δεν μπόριε να βαστάξει
και
δήθεν με αφέλεια ερώτηξε την τάξη.
Παιδιά πέστε αν ξέρετε ποιος έπαιζε τη λύρα
και
τραγουδούσε πάρωρα και ύπνο δεν επήρα.
Τότες
εγώ σηκώνομαι και λέω της με φόρα:
ο
αδερφός μου, δεσποινίς, που ήρθε από τη χώρα.
Αυτή για να μην προδοθεί δεν είπε άλλη λέξη
και
έβγαλε στο μάθημα τον φίλο τον Αλέξη.
Λίγο
καιρό 'χε στο χωριό και δεν τα κάτεχε όλα,
δεν
γνώριζε τον Γιώργη μας που ήτανε στη χώρα.
Ήρθε η ώρα, το σχολειό να κλείσει να σχολάσει
κι
από τον τόπο που ήτανε οι άλλοι να περάσει.
Ως
μερακλίνας γέννημα λεβεντοπερπατούσε
και
όλοι την θαυμάζανε από 'που κι αν
περνούσε.
Σαν
έφτανε του καφενέ την πόρτα να περάσει,
την
κάλεσε ο καφετζής να μπει να την κεράσει.
Αυτή το
καταδέχτηκε στο καφενείο μπήκε
κι
ότι ποθούσε για να δει, μέσα εκεί το βρήκε.
Οι κανταδόροι τση βραδιάς μαζί με τον λυράρη
καθότανε
σε μια γωνιά με γέλιο και με χάρη.
Τον
Γιώργη δεν εγνώριζε, μα τση τονε συστήσαν,
θερμά
χαιρετιστήκανε και γλυκοκοιταχτήκαν.
Όποιος αγάπης
πεθυμιά λαχταριστά προσμένει
και
να την δει κάποια στιγμή που δεν το περιμένει,
Μπορεί
να κρίνει και να δει είντα 'νοιωσε η δασκάλα,
να
δει αυτόν που έπαιζε τη λύρα στην καντάδα.
Οι φωτογραφίες είναι παρμένες από ένα cd του Σταυρουλονικόλα.
Αυτή
'τανε η γνωριμιά του Γιώργη μας με κείνη,
που
τον εκαταδίκασε ξερό κλαδί να γίνει.
Μπήκε η αγάπη στις καρδιές των δύο τους μεγάλη
κι
άρχισε να τους τυραννά του έρωτα η ζάλη.
Έφυγε ο Γιώργης το πρωί για τον δικό του χώρο
κι
άφησε την αγάπη του εις τη δασκάλα δώρο.
Το
πρώτο πώς μιλήσανε, να πω δεν το κατέχω,
μα
πώς αγαπηθήκανε πολλά στοιχεία έχω.
Αρχίσανε με γράμματα, να παίρνουν και να δίνουν
τσ'
αγάπης το γλυκό πιοτό με πεθυμιά να πίνουν.
Σαν δυο πουλιά την Άνοιξη που γλυκοζευγαρώνουν
και
με αγάπη και χαρά αγάπη θεμελιώνουν,
ζούσαν
κι αυτοί με όνειρα και πολυαγαπημένοι
κι
ήταν στολίδι στο χωριό και πολυτιμημένοι.
Γιατί
η αγάπη η αληθινή δεν ζει στην αμαρτία,
σε
ίσους δρόμους περπατεί, δεν χάνει την αξία.
Έτσι
περνούσε ο καιρός κι η αγάπη μεγαλώνει,
πως
αγαπιούνται μπιστικά κανείς τους δεν το χώνει.
Η
παραμάνα τζη άρχισε να το καταλαβαίνει,
πως
στης δασκάλας την καρδιά αγάπη πάει και μπαίνει.
Και
μια βραδιά συργουλευτά άρχισε να της λέει:
Βλέπω κι αλλάζεις ταχτική! Πες μου τι σου συμβαίνει.
Δεν
δείλιασε και λέει τζη, μάνα μου και κερά μου,
αγάπης
φλόγα δυνατή εμπήκε στην καρδιά μου.
Να
ησυχάσω δεν μπορώ, όλο 'μαι λυπημένη,
γιατί
αυτός που αγαπώ μακριά 'πο μένα μένει.
Κι η παραμάνα λέει τζη, ηρέμησε παιδί μου
και
σε αγάπη μην μπλεχτείς να έχεις την ευχή μου.
Γιατί 'ναι η αγάπη μια πληγή που πάντα αίμα τρέχει
και
δεν υπάρχει φάρμακο να τηνε θεραπεύσει.
Μάνα
και παραμάνα μου εδά ότι κι αν κάνω,
αγάπησα
τον μερακλή και δίχως του δεν κάνω.
Μα
μη φοβάσαι μα ποτέ, εγώ δεν θα προσβάλλω,
εσένα
και τον κύρη μου στσ' αγάπης μου το ζάλο.
Κι ο Γιώργης στο Ηράκλειο θέτει, μα δεν κοιμάται
τσ'
αγάπης του τη συντροφιά ζητά κι ανεστοράται.
Και
στο χωριό πιο ταχτικά έρχεται και μισεύγει,
μα
ότι κι αν κάνει την πληγή δεν τηνε θεραπεύγει.
Η μάνα και ο κύρης μας
βλέπουν ότι συμβαίνει
κι
όλο το κουβεδιάζουνε το τι τους περιμένει.
Μια μέρα την απόφαση επήρε η δασκάλα
και
πήγε εις την μάνα μας με μέλι και με γάλα.
Την
ακριβοχαιρέτισε και χαμογέλασέ τζη.
Κάτσε
που θέλω να σου πω εγλυκομίλησέ τζη.
Η μάνα μας ξαφνιάστηκε μα πήρε καερέτι
και
τηνε καλοδέχτηκε στο σπίτι όπως πρέπει.
Την παίρνει και καθίζουνε μαζί σε μια πεζούλα
και
με λαχτάρα και χαρά της λέει, πες τα ούλα.
Ακούμπησε την κεφαλή επάνω στην ποδιά τζη
και
έβαλε τα χέρια τζη πάνω στα μαγουλά τζη.
Και
με τρεμάμενη φωνή της λέει άκουσέ με.
τον
Γιώργη σου αγάπησα. Νύφη σου κράτησέ με.
Η
μάνα μας ξαφνιάστηκε, την έβγαλε στο κλάμα,
γιατί
δεν επερίμενε ν' ακούσει τέτοιο πράμα.
Τα δάκρυα της μάνας μας που πέφταν σαν ρουμπίνια
στα
απαλά της τα μαλλιά θερμές ευχές εγίναν.
Λέει
τζη: Κόρη μου ακριβή αγάπη του υγιού μου,
δική
σου είν' η αγάπη μου κι οι τοίχοι του σπιτιού μου.
Το κλάμα εξεφώνησε σαν το μωρό η δασκάλα
και
φίλησε τη μάνα μας κι είπε δεν θέλω άλλα.
Εσφιχταγγαλιαστήκανε
κι όρθιες σηκωθήκαν,
αμίλητες,
ακίνητες ώρα πολλή σταθήκαν.
Όποιο
η αγάπη το γλυκό πιοτό έχει ποτίσει,
ας
το λογιάσει έτσα στιγμή ανέ μπορεί να
σβήσει.
Ετσά ως ήταν αγκαλιαστές κουμπήσαν στα ρουκούνια
και
γλυκοκοιμηθήκανε σαν δυο μωρά στην κούνια.
Τις
ξύπνησε ο ερχομός, το ζάλο του πατέρα,
που
ξαφνιασμένος ρώτησε: τι τρέχει θυγατέρα;
Εδείλιασε,
δεν μίλησε η κόρη όπως στη μάνα.
σηκώθηκε
του σίμωσε σιγά σιγά με κλάμα.
Τα χέρια του με σεβασμό πήρε και φίλησέν τα
και
ύστερα πάλι κάθησε δεν άρχισε κουβέντα.
Μονάχα
με τα μάθια τζη έδειξε τη μητέρα,
σαν
να του έλεγε αυτή ρώτα αν θες πατέρα.
Ο
κύρης μας που από καιρό εθώριε το παιγνίδι,
γλυκά
τση χαμογέλασε και δίπλα τζη καθίζει.
Την αγκαλιάζει στοργικά και γλυκοφίλησέν τη
κι
αν αγαπά τον Γιώργη μας, αλήθεια ρώτησέν τη.
Αυτή
σηκώθηκε όρθια στον ουρανό ξανοίγει,
τα
χέρια τζη στο μπέτη τζη βάζει κι ευθύς
αρχίζει:
Όλες οι αισθήσεις μου πολύ τον Γιώργη αγαπάνε
κι
ανέν προδώσω τη φιλιά τα όρνια να με
φάνε.
Ανέν προδώσω τη φιλιά και την αγάπη που 'χω
στο
Γιώργη, μαύρη να γενώ σαν το βαμμένο ρούχο.
Εδάκρυσε
ο κύρης μας τα χέρια τζη χαϊδεύει,
δεν
θέλει άλλο να του πει, άλλο δεν τζη γυρεύγει.
Αμίλητοι εμείνανε κι οι τρεις για λίγη ώρα
κι
η σκέψη τους ταξίδεψε στον Γιώργη μας στην χώρα.
Από
εκείνη τη στιγμή έγινε η δασκάλα,
το
έχτο παιδί της μάνας μας κι όλα 'ταν μέλι γάλα.
Όχι
μ' αρραβωνιάσματα, μεγάλες υποσχέσεις,
μόνο
η αγάπη κι η φιλιά εδέσανε τις σχέσεις.
Και επερνούσε ο καιρός με ομορφιά και χάρη
κι
όλοι ποκαμαρώνανε το ταιριαστό ζευγάρι.
Ένα
ζευγάρι αγαπητό με χάρες προικισμένο,
με
μια αγάπη, μια φιλιά, με σέβος ενωμένο.
Ο Γιώργης στο Ηράκλειο φοιτούσε στο ωδείο
και
κάθε χρόνο ήτανε ο πρώτος με βραβείο.
Και επερίμενε ο καιρός κι ο χρόνος να περάσει
να
παντρευτεί την κοπελιά μαζί της να γεράσει.
Μα
έγραφε το ριζικό αυτή η ευτυχία,
να
γίνει πόνος και καημός, μεγάλη δυστυχία.
Χρόνια τρία περάσανε ώσπου να έρθει η μπόρα
και
να χαλάσει η φιλιά μαύρα να γίνουν όλα.
Του
Γιώργη φίλος είπε του ψέματα και μεγάλα,
πως
είχε φίλο κι έπαιζε με άλλο η δασκάλα.
Κι είναι τ' ανθρώπου φυσικό αγάπη άμα χάνει
ο
πόνος, το παράπονο στην τρέλα να τον βγάνει.
Καιρό δεν ήρθε στο χωριό με κλάματα περνούσε
τις
μέρες του κι απάλευτος καημός τον τυραννούσε.
Αν
είν' αλήθεια ότι 'πανε του Γιώργη δεν κατέχω,
κανείς
δεν έμαθε ποτέ γνώση σ' αυτό δεν έχω.
Όλοι ρωτούν να μάθουνε η αφορμή τους ποια 'ναι
και
κλαίνε και σε άνθρωπο ποτέ να μη μιλάνε.
Μέρες δεν πέρασαν πολλές και παίρνει η δασκάλα
τον
δρόμο για Ηράκλειο με γρήγορα τα ζάλα.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ όταν συναντηθήκαν
τι
έγινε, τι κάμανε, ο γεις τ' αλλού τι
είπαν.
Εγιάγειρε η κοπελιά εις το χωριό κλαμένη
εκλείστηκε
στο σπίτι της μέρες σκολειό δεν πχιαίνει.
Η
μάνα και ο κύρης μας ψάχνουν την αφορμή τους,
αλλά
ποτέ δεν μίλησαν, να μάθομε κανείς τους.
Και
γίναν όλα θλιβερά σαν του Γεννάρη μπόρα,
να
κλαίει η κόρη στο χωριό κι ο Γιώργης μας στη χώρα.
Δικοί
και φίλοι προσπαθούν καιρό να τους φιλιώσουν,
μ'
αυτοί δεν καταδέχτηκαν τα χέρια τους να δώσουν.
Τέλειωσε ο χρόνος του σχολειού κι έφυγε η δασκάλα
απ'
το χωριό, δεν γύρισε ποτέ τα ίδια ζάλα.
Στα Άκρια την πήγανε του χρόνου να διδάξει
και
στ' Αντισκάρι χάθηκε η ομορφιά κι η τάξη.
Κι αφού δεν το μπορέσανε να ξαναφιλιωθούνε
χωρίσανε
παντοτινά κι ότι 'θελα τους βρούνε.
Σε λίγα χρόνια η κοπελιά παντρεύτηκε ένα φίλο
του
Γιώργη μας και μείνανε όσοι τ' ακούσαν ξύλο.
Και τη ζωή τζη έζησε ,ως λένε, ευτυχισμένη
κι
ο Γιώργης κλαίει και πονεί για μια φιλιά χαμένη.
Κι
είναι μαρτύριο ν' αγαπάς, να κλαις για μια αγάπη,
να
μην στειρεύει ένα λεπτό στα μάθια σου το δάκρυ.
Του Γιώργη δεν του άρεσε να ξαναζήσει πράμα
στον
εαυτό του κλείστηκε και ζούσε ένα δράμα.
Νύχτα και μέρα το βιολί παίζει και δεν κοιμάται
και
μόνος σιγοτραγουδεί τσ' αγάπης του θυμάται.
Και το να ζει με στεναγμό με τον καημό και πόνο
εγίνηκε
φυματικός σιγά σιγά στο χρόνο.
Που 'χει παιδιά και τ' αγαπά και ζει αυτό το δράμα
θα
καταλάβει και θα δει το τι τραβούσε η μάνα.
Να βλέπει κανακάρη γιο να λειώνει μες στη φθίση
να
προσπαθεί να μην μπορεί να τόνε βοηθήσει.
Γιατί
αυτή την εποχή άδικους κόπους κάνουν,
δεν
είχανε τα γιατρικά τη φθίση για να γιάνουν.
Κι έγινε ζωντανός νεκρός ο Γιώργης στο κρεβάτι
και
το βιολί του έπαιζε πάντα με μαύρο
δάκρυ.
Όλοι μας προσπαθούσαμε να μην μας αποθάνει
και
καθαείς μας φρόντιζε ότι μπορεί να κάνει.
Τα
χρόνια επερνούσανε με πόνο και οδύνη,
για
μας δεν ήταν τίποτε χαρά που να μας δίνει.
Με το κουράγιο και καιρό λιγόστεψαν οι πόνοι
κι
ο άρρωστός μας άρχισε λίγο να αναρρώνει.
Και
μπόρεσε σιγά σιγά να πάει στο ωδείο,
να
πάρει το πτυχίο του, αυτό το μεγαλείο.
Μα η αρρώστια συνεχώς τον παρατυραννούσε
και
τίποτα μες στη ζωή να κάμει δεν μπορούσε .
Ως ότου βγήκε φάρμακο και γιάτρευε τη φθίση
και
εγιατρεύτηκε κι αυτός χρόνια πολλά να ζήσει.
Μα
στην πληγή άλλη πληγή τον πόνο ποιος αντέχει,
μέσα
στο δρόμο της ζωής χαρούμενος να τρέχει.
Και την αγάπη που 'χασε, δεν τήνε σβήνει ο χρόνος
και
πήρε την απόφαση να ζήσει πάντα μόνος.
Εις τα Πλαθειά
Περάματα σε ένα ξεροπέτρι
επήγε
και κατοίκησε τον κόσμο να μην βλέπει.
Και
μέρα νύχτα το βιολί έπαιζε για τ'
αγρίμια,
που
τόνε τριγυρίζανε κι ακούγαν τα ταξίμια.
Κι αντιλαλούσαν τα βουνά, οι λαγκαδιές, τα δάση
και
τρόμαζε νυχτιάτικα όποιος πρωτοπεράσει.
Χρόνια
πολλά αμοναχός έζησε με τ' αγρίμια,
τον
πόνο του με κοντυλιές έλεγε και ταξίμια.
Γιατί
'τανε μοναδικός μεγάλη είχε χάρη,
και
τους νεκρούς ανάστηνε με το γλυκό δοξάρι.
Το
μόνο που του άρεσε μα δεν το φανερώνει,
καινούργιευε
τον πόνο του αντί να τον παλιώνει.
Τη μέρα που εγνώρισε την όμορφη δασκάλα
την
έκαμε μέρα γιορτής. Δεν τόνε νοιάζουν τ'
άλλα.
Και κάθε χρόνο τα πουλιά, φώναζε και τ' αγρίμια
κοντά
του και ολονυχτίς τους έπαιζε ταξίμια.
Μα
όπως όλα τα χαλά και τα τελειώνει ο χρόνος,
ήρθε
του Γιώργη η ώρα του για να πεθάνει μόνος.
Στο ξεροπέτρι τσ' ερημιάς που χρόνια μόνος ζούσε
και
το βιολί του έπαιζε και σιγοτραγουδούσε
Πήγαν
τ' αγρίμια, τα πουλιά στο ψυχομάχημά του,
με
κλάματα εκλείσανε νεκρά τα βλέφαρά του.
Λυπητερά τραγούδησαν, κελάηδησαν κλαμένα
και
σ' ένα μοιρολογητό είπανε μαζεμένα:
Σταυρουλογιώργη
αϊτέ, μπλιο ας μην ξημερώσει,
χαρούμενο
ξημέρωμα ποιος θα μας ξαναδώσει.
Θα
πάρομε το σώμα σου και μ' όλα τα φτερά μας,
θα
το σφιχταγκαλιάσομε να γίνει η ζεστασά μας.
Δικό
σου αίμα κι αναπνιά να ξαναζωντανέψεις,
έστω
μονάχα μια αυγή βιολί να ξαναπαίξεις.
Και
προσπαθήσαν τα πουλιά το σώμα να ζεστάνουν,
μα
ο θάνατος είναι θάνατος κι άδικους κόπους κάνουν.
Κι αρχίνησαν σιγά σιγά κλαμένα να μισεύγουν
σε
τόπους άλλους μακρινούς χωρίς χαρά να φεύγουν.
Κι
έμεινε ο τόπος που ο αϊτός μόνος εζούσε
χρόνια,
άχαρος,
έρημος, βουβός βουβάθηκαν τ' αηδόνια.
Αυτή
'τανε η μοίρα ντου χωρίς χαρά να ζήσει,
κι
απ' τη ζωή πως πέρασε χνάρι να μην αφήσει.
Τση
μάνας μας τα κλάματα νύχτες και μεσημέρια,
εφτάσανε
αόρατες κολώνες ως τ' αστέρια.
Σταυρουλονικόλας
Πλατειά
Περάματα Αντισκαρίου
Απρίλης 2001
Φίλε Νικόλα,
Ήθελα να σου το τυπώσω και να σου το
φέρω στα Πλατιά Περάματα να σου κάνω έκπληξη όπως και με τον ΑΤΖΟΥΜΠΑΛΟ, όμως η μοίρα το θέλησε αλλιώς και
σου το φέρνω τυπωμένο στον τελευταίο μας αποχαιρετισμό.
ΠΟΙΗΤΗ, ΚΑΛΟ ΔΡΟΜΟ
στέλιος κωστή σπυριδάκης Νέα
Αλικαρνασσός 25-09-09
ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΙΠΕΡΑΚΗΣ
(Μαστρομανώλης)
Ένα βιβλίο Τέχνης, καλής Τέχνης, όπως θα
λέγαμε καλλιτεχνίας. Ο συγγραφέας δεν έχει και τόσο πολύ σχέση με το γράψιμο
στο χαρτί. Ο συγγραφέας Μανόλης Πιπεράκης (Μαστρομανώλης) γράφει γράμματα
κτίζοντας πέτρες. Μια πέτρα απελέκητη
είναι μια πέτρα όπως είναι όλες οι άλλες, που είναι γεμάτος όλος ο χώρος της
Ελλάδας, ο οποίος ως γνωστό είναι
ορεινός με ελάχιστες πεδιάδες. Είναι όπως χαρακτηριστικά λέμε ένας τσούρλος.
Μια πέτρα όμως πελεκημένη και καλοχτισμένη δεν είναι όποια κι όποια. Μια
πελεκημένη πέτρα αν είναι και καλοκτισμένη σε καλοσχεδιασμένη οικοδομή, είναι
μια πέτρα με προσωπικότητα. Η πέτρα αυτή έχει μυστικά που τα φανερώνει σε όσους
ξέρουν να τα διαβάζουν, έχει και φωνή και την ακούν όσοι έχουν εξειδικευμένο
αυτί. Λέει, ποιος την πελέκησε, ποιος την έχτισε, πότε, που και γιατί και μας
μαθαίνει την ιστορία της εποχής της αφότου πελεκήθηκε. Οι πέτρες των αρχαίων μας προγόνων μας διδάσκουν
Ιστορία, Φιλοσοφία, Αρχιτεκτονική, Μηχανική, Φυσική και Πολιτισμό.
Ο Μαστρομανώλης από μικρό παιδί χτίζει
πέτρες από μεράκι. Το είχαν διαγνώσει και οι δάσκαλοι του στο Δημοτικό σχολειό.
Ο πατέρας του δεν του στάθηκε εμπόδιο. Τον έδωσε ως Υπουργό σε μάστορα καλό. Ο
μάστορας δεν του έκρυψε κανένα μυστικό της Τέχνης, του τα φανέρωσε όλα και
επέμεινε να του τα μάθει καλά.
Ο Μαστρομανώλης δεν θέλει να χαθούν τα
μυστικά αυτά, γιατί η αρχέγονη αυτή τέχνη είναι δοκιμασμένη στο διάβα των
χιλιετιών και πήρε άριστα. Τα σημερινά δεδομένα με το μπετόν αρμέ παρά την
τρομερή τους αντοχή δεν είναι δοκιμασμένα μακροχρόνια.
Ο Μαστρομανώλης έχει καταγράψει την Τέχνη
του στο βιβλίο του. Το βιβλίο του έχει εκδοθεί σε δεύτερη έκδοση και πωλείται
στα βιβλιοπωλεία σε όλη την Ελλάδα σε προσιτή τιμή.
Ο Μαστρομανώλης δεν αρκείται στο βιβλίο
γιατί η κάθε τέχνη εκτός από την θεωρία έχει και την πράξη, για να ολοκληρώσει
την προσφορά του δημιουργεί ομάδες εκμάθησης σε όλη την χώρα. Οι μαθητές του
είναι ως επί το πλείστον μηχανικοί και αρχιτέκτονες. Τα μαθήματα αυτά τα κάνει
άνευ αμοιβής, όσα δε τα κάνει στο χωριό του στις Πάνω Ασίτες τον επιβαρύνουν
οικονομικά με το φαγητό των μαθητών του.
Ο Μαστρομανώλης μπορεί να μην έχει μεγάλη
σχέση με το γράψιμο, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να δίδει διαλέξεις με ακροατήριο
από μηχανικούς και αρχιτέκτονες στα
διάφορα επιμελητήρια όπου τον προσκαλούν.
Ο Μαστρομανώλης κτίζει φούρνους και τζάκια τα
οποία δεν καπνίζουν και αποδίδουν όλη την θερμότητα στον χώρο με φυσική
αεροκίνηση. Σχεδιάζομε να χτίσομε μαζί ένα τοίχο που να στηρίζεται στον αέρα σε
ευθεία γραμμή και χωρίς τόξο, έτσι που το βάρος να εξουδετερώνεται με την εκτροπή των δυνάμεων
προς τα πλάγια. Δεν το είχε υπόψη του, του είπα ότι ο τοίχος αυτός υπάρχει ήδη
στο Άγιο όρος. Πήγε στο Άγιο Όρος τον
είδε, τον φωτογράφισε και έφερε την φωτογραφία. Είναι μάστορας από εκείνους που
κάνουν χου.
Το βιβλίο του
Μαστρομανώλη (Μανώλη Πιπεράκη) του αριστοτέχνη μάστορα και εξαιρετικού
ανθρώπου.
Η παρουσίαση του βιβλίου δεν είναι
ΔΙΑΦΗΜΗΣΗ, είναι πραγματική καλλιτεχνική έρευνα και εισχώρηση στην παράδοση του
τόπου μας. Το άγχος του Μαστρομανώλη για την διατήρηση, συντήρηση και συνέχιση
της παράδοσης με βρίσκει απόλυτα συντονισμένο. Η παράδοση δυστυχώς κάθε μέρα
χάνει κι ένα μετερίζι της σε όλους τους τομείς, από τα σπίτια, την ένδυση –
υπόδηση, διαιτολόγιο, τρόπο ζωής και συμπεριφοράς κι αυτό σημαίνει αποδυνάμωση
της κοινωνίας μας. Βρεθήκαμε σε δύσκολες
συγκυρίες, δύσκολους καιρούς και κακές συνθήκες. Κινδυνεύει η εθνική μας
υπόσταση και μια επιστροφή στις ρίζες μας θα αποτρέψει πολλούς κινδύνους. ΣΚΣ
__________________________________________________________________________________________________________________________________________
Η Μάχη της Κρήτης όπως την τραγούδησε
ο Μεγάλος Ηρακλειώτης Ποιητής ΜΑΝΩΛΗΣ ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗΣ,
O Μπαρμπέρης του Μεγάλου Κάστρου.
Ο
Δερμιτζάκης σε σκίτσο του βιβλίου του ΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΜΟΥ
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Ορθή, με τη ματιά στετή
ξανέμισε τη χαίτη
η Κρήτη και περήφανη
την αναπνιά κρατεί,
φωτιά καυτή όπου πέφτει,
με το βαρύ το πόδι της
κάτω τη γης πατεί.
Ασπρογαλάζια φορεσιά
σκεπάζει το κορμί της,
ολόρθη και το πέλαγος
ασάλευτη ως κτυπά,
τη μπόρα καθώς χύνεται
και παίρνει την ορμή της,
το χαλασμό και την ερμιά
ολούθε όπου περνά!
Σάλεψε η γη συθέμελα
κι αξέχαστό `ναι η ώρα.
Ως με τα` ατσάλινα πουλιά
γιόμις` ο ουρανός,
ακρίδα λες ξερνοκοπούν-
μαγαρισμένη ψώρα
τα στίφη τ` όπως ρίχνεται
ο μισητός οχτρός.
Με μιας βρόντηξε σύγκορμος
ο γέρω-Ψηλορείτης,
μούγκρισαν, τριζοκόπησαν
τα Όρη τα Λευκά,
ξανάψαν, φλογοκόπησαν
τα χώματα της Κρήτης
κι ολόρθο τα` άμοιρο νησί
ξαρμάτωτο χτυπά!
Κι ως λυσσασμένο μοναχό
με ξύλο, με δικράνι
στα χέρια του, κι ένας λαός
χυμάει και πολεμά.
Όλος ο κόσμος στάθηκε,
Τα χείλη του δαγκάνει
ως ξαφνιασμένο, τρομερό
τον βλέπει να χυμά!
Μα δες τε τ` ολομάτωτο.
Αλλοί! Στη ρημαγή του!
Λύγισε σε δαφνόκλαρα
κι έπεσε σε σμυρτιές,
κι η δόξα πάντ` απόκοντα
γονατιστή μαζί του,
με το νερό τ` αθάνατο
του πλένει τις πληγές.
Ο
ΓΕΡΟ-ΜΑΝΩΛΙΟΣ
Εμείς
στη Κρήτη κάθε Μάη,
την Άνοιξη
γιορτάζομε αλλιώς.
Η μνήμη μας σ`
αγώνες πάει,
που έκανε ο
Γερο-Μανωλιός.
Μ` ένα δρεπάνι,
την μαγκούρα,
με την αξίνα
και την πέτρα,
και οχτρός τα
βρήκε σκούρα
κι η λογική
εβγήκε ψεύτρα.
Και πέσαν οι
οχτροί χιλιάδες
ριγμένοι από
τον ουρανό,
κι η Κρήτη με
τις κουζουλάδες,
τους στέλνει
πίσω το πουρνό.
Κοπρίσανε τα
χώματα τα άγια,
κι οι ρίζες του
δεντριού της Λεφτεργιάς
πήρανε δύναμη
στα πλάγια
που ήταν
λημέργια αντριγιάς.
Εμείς τον Μάη
κάθε χρόνο
όλοι γινόμαστε
παιδιά
κι η Κρήτη μας
προστάζει μόνο
που της φοράμε
κατακόκκινα σκουτιά.
Κρύβοντας
αίματα και φλόγες
μες το πυρό το
ηλιοφώς
κι ως τρέχουν
τα κρασιά οι ντόγες
του πεντοζάλη
αρχίζει ο χορός.
Κι αρχίζει
σιγανό το βήμα
λες κι είναι
αύρα απαλή
ως πάει κι
΄ρχεται το κύμα
και την στεριά
γλυκοφιλεί.
Κι ως του
κρασιού η αεράδα
κλουθά της
λύρας τον σκοπό
Η Κρητικιά
ασκώνεται σβελτάδα
κι έλα σου λέει
να σου πω.
Κι αναπετούν τα
σβέλτα πόδια
ως
σαλτοδέρνονται στη γη
κι είναι της
Κρήτης μας τα λόγια
που ρέουν σαν
αστείρευτη πηγή.
Κι όσοι
την γλώσσα την κατέχουν
βλέπουν κι
ακούνε τον σκοπό
και στον
πεντόζαλο συντρέχουν,
της Κρήτης λένε
ΣΑΓΑΠΩ.
Κι η Κρήτη τότε
αναταράζει
-τα λόγια της
αρέσουν τα γλυκά-
ανοίγει τα
φτερά της και σ` αρπάζει
και στα ουράνια
σε πετά.
Και νοιώθεις
ρίγη υπερηφάνειας
μέθη τ` αψήλου
ηδονική.
Δώρα της Κρήτης
της ουράνειας.
Να πώς
γλεντούμε οι Κρητικοί.
Εμείς στη Κρήτη κάθε Μάη
την Άνοιξη
γιορτάζομε αλλιώς.
Της Κρήτης η
ιδέα αν σε φάει,
εσύ `σαι ο
Γέρο-Μανωλιός.- στέλιοσκωστήσπυριδάκης
Λεπτομέρεια από το
έργο του Ηλία Λαζαρίδη η απελευθέρωση του Προμηθέα.
Σήφης Κοσόγλου
Κάτοικος Εθνικής Αντιστάσεως
Του
Σήφη Κοσόγλου
Σε μια εποχή που «πολλοί αφέθηκαν και
ενδίδουν» κατά την Καβαφική έκφραση, θεωρώ μεγάλο ευτύχημα που είμαι – και το
νιώθω – κάτοικος Εθνικής Αντιστάσεως…
Ευλογημένες οι ώρες τα πρωινά της Άνοιξης
σαν βγαίνω στο Ανατολικό μπαλκόνι να πιω τον καφέ μου. Μεθώ κυριολεκτικά απ`
τις μοσκοβολιές των λεμονανθών και των πορτακαλανθών που είναι στην αλάνα…
Γλυκαίνει η ψυχή μου απ` τα παραπονιάρικα
κελαηδήματα των κοτσιφιών που φωλιάζουνε στα δέντρα…
Ευλογημένες κι οι απογευματινές ώρες στο
Δυτικό μπαλκόνι πλημμυρισμένες απ` τις μοσχοβολιές του γιασεμιού…
Κι ακόμα πιο ευλογημένες οι ώρες που κοιτάζω
αχόρταγα στα μάθια τις ολάνθιστες κουτσουπιές με τα χιλιάδες μωβ ανθάκια
καρφιτσωμένα πάνω στο κορμί τους.
Το καλοκαίρι αντάρτες κατακόκκινοι οι
επαναστατημένοι ιβίσκοι παρατάσσονται μπρος στα μάθια μου.
Συχνά, τα πρωινά αφήνω πίσω μου την Εθνικής
Αντιστάσεως κι οδεύω για δουλειές στην καρδιά της πόλης μου.
Ανηφορίζω προς το Καπετανάκειο – το σκολειό
που φώτισε την ψυχή μου…
Καλημερίζω αριστερά μου τον ελευθερωτή της
πόλης το Νικηφόρο Φωκά και δεξιά τον Εθνάρχη Ελευθέριο Βενιζέλο…
Περνώ απ` την πλατεία Ελευθερίας, την
πλατεία των συλλαλητηρίων, των αγώνων και των πολιτικών συγκεντρώσεων…
Πλατεία Λιονταριών στην συνέχεια – Κρήνη Morosini … Σήμα κατατεθέν της πόλης μας…
Πεζοπορία στη Χάνδακος και νάμαι ξανά σε
χώρο γνώριμο κι αγαπημένο… Στο δικό μου μπαλκόνι ελευθερίας… Το χώρο του
λιμανιού… Καταντικρύ του Κρητικού Πελάγους… Πλάι στον αγαπημένο μου Κούλε… Στη
θάλασσα των γλάρων… Του ταξιδιού… Της αποδημίας του ονείρου…
Δεκάδες βάρκες και καΐκια λικνίζονται και
λιάζονται ανέμελα στην αγκαλιά του λιμανιού… Πλοία πάνε κι έρχονται… Τα βλέπω
και τα ζηλεύω… Θέλω να φύγω μαζί τους κι εγώ…
Σαλπάρουν, φεύγουνε καθ` ώρα τα καράβια
Κι εγώ πετρώνω, εδώ στου λιμανιού την άκρη,
καυτό στα μάθια μου πάντα κυλά το δάκρυ
Χωρίς ταξίδι νιώθω η ζωή μου νάναι άδεια…
Χαζεύω τα ταξιδεύοντα στο κενό δελφινάκια στην Πλατεία
18 Άγγλων, περπατώ τον αγαπημένο δρόμο
της 25ης Αυγούστου, λέω ένα γεια στον Άγιο Τίτο και τον Άγιο Μάρκο
κι επιστρέφω να κουρνιάσω ξανά στη ζεστή αγκαλιά του σπιτιού στην Εθνικής
Αντιστάσεως…
Στέλιος Κωστή
Σπυριδάκης @ Σήφης Κοσόγλου φωτογραφία από το κομπιούτερ στο γραφείο μου.
Στέλιος Σπυριδάκης
Την είσοδό μου στο ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ στο f/b χαιρέτησα με τους παρακάτω στίχους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου