Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ




 ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ
  ΠΟΡΕΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ




ΑΠΡΙΛΗΣ-ΜΑΗΣ-ΙΟΥΝΗΣ   2013
                  ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΟΙΚΟΜΟΥΣΕΙΟ ΤΕΧΝΗΣ ΝΕΑΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΟΥ
Καρτερού 18-20 71601 Νέα Αλικαρνασσός
στέλιος κωστή σπυριδάκης

Κρήτη λεβεντογέννα,
                              δεν είναι μόνο τ` άρματα.
              Είναι και τα σκαρπέλα,
              οι πέννες, τα πινέλα. 
Και μην μου λες εμένα.
                             Και τούτα κάνουν θάματα!



 

 

 

ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ



Στέλιος Κωστή Σπυριδάκης
ΟΙΚΟΜΟΥΣΕΙΟ ΤΕΧΝΗΣ ΝΕΑΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΟΥ
Καρτερού 18-20 71 601 Νέα Αλικαρνασσός
Τηλ. 2810 252603
            labyrinthios@gmail.com


Το παρόν έντυπο εκδίδεται με ίδια μέσα σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων και διατίθεται δωρεάν στους φίλους του Οικομουσείου και προσωπικούς φίλους, που επισκέπτονται το Οικομουσείο  και σε όσους δημοσιεύονται κείμενά τους. Η ύλη του αντλείται από την Λογοτεχνία και τις Εικαστικές δημιουργίες. Κάθε τεύχος εκτός της εκτύπωσής του, αναρτάται στην ιστοσελίδα ΟΙΚΟΜΟΥΣΕΙΟ ΤΕΧΝΗΣ ΝΕΑΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤ με τον υπότιτλο ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ1,2,3 κλπ. Στο διαδίκτυο μπορεί να αναζητηθεί στον ιστότοπο:  http://steliospyridakis.blogspot.gr, http://lefteriekfrasi.blogspot.com , http://twiter.com/stelioskostispy, http://logostechni.wordpress.com,  ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ bestpress.gr, ΛΑΪΚΗ ΤΕΧΝΗ ΟΙΚΟ-ΜΟΥΣΕΙΟ bestpress.gr  ή και στον ιστότοπο ΚΡΗΤΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ή kritikagrammata.blogspot.gr,  για τα κείμενα.
Στον ιστότοπο: http://plus.google.com/photos   εμφανίζονται οι φωτογραφίες των εκθεμάτων του Οικομουσείου.
‘Οσοι επιθυμούν να τους δημοσιεύσομε κείμενα μπορούν να τα στείλουν συνημμένα στην ηλεκτρονική διεύθυνση: labyrinthios@gmail.com  ή  και  στην: labyrinthios@hotmail.com  ή να τα ταχυδρομήσουν στην διεύθυνσή μας  Στέλιος Σπυριδάκης Καρτερού 18-20 71601 Νέα Αλικαρνασσός.-



ΚΡΗΤΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Σάββατο, 18 Μαΐου 2013

Προβολή άρθρου
ΔΙΕΘΝΗΣ ΗΜΕΡΑ ΜΟΥΣΕΙΩΝ
ΛΑΪΚΗ ΤΕΧΝΗ-ΟΙΚΟ-ΜΟΥΣΕΙΟ - 13/5/2013
            ΔΙΕΘΝΗΣ ΗΜΕΡΑ ΜΟΥΣΕΙΩΝ 18 ΜΑΪΟΥ


   Το Οικομουσείο Τέχνης Νέας Αλικαρνασσού με την ευκαιρία της διεθνούς ημέρας των μουσείων, είναι στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσει  την δημιουργία ενημερωτικού δελτίου. Το δελτίο τούτο θα είναι περιοδικής έκδοσης ανά τρίμηνο. Θα περιέχει εικαστικά και λογοτεχνικά νέα. Οι φίλοι του Οικομουσείου θα μπορούν να δημοσιεύουν κείμενα τους σε Ποίηση ή σε πεζό λόγο, βιβλιοπαρουσιάσεις, βιβλιοκριτικές και καλλιτεχνικές κριτικές. Το δελτίο προβλέπεται να ονομαστεί (ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ), θα είναι εκτός εμπορίου. Θα διατίθεται δωρεάν στους φίλους του Οικομουσείου και σε όσους δημοσιεύουν κείμενά τους σε αυτό. Οι δημοσιεύσεις των κειμένων εκτός της έντυπης έκδοσης, θα γίνεται και στον ιστότοπο: ΟΙΚΟΜΟΥΣΕΙΟ ΤΕΧΝΗΣ ΝΕΑΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤ με τον παράλληλο τίτλο (ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ). Πεζά κείμενα που υπερβαίνουν τις τρεις σελίδες θα δημοσιεύονται μόνο αν αποσταλούν ηλεκτρονικά στο E-mail labyrinthios@hotmail.com.  Μικρής έκτασης κείμενα εφόσον δεν υπάρχει δυνατότητα αποστολής τους ηλεκτρονικά, μπορούν να αποστέλλονται στην διεύθυνση.  Στέλιο Κωστή Σπυριδάκη ΟΙΚΟΜΟΥΣΕΙΟ ΤΕΧΝΗΣ ΝΕΑΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΟΥ Καρτερού 18-20 71 601 Νέα Αλικαρνασσός. Το πρώτο τεύχος υπολογίζεται πως θα εκδοθεί εντός του Ιουνίου 2013. Παρακαλούνται οι φίλοι να στείλουν έγκαιρα τα κείμενά τους.
                     στέλιοσκωστήσπυριδάκης
ΣΤΥ

Αντιδράσεις: 

Τρίτη, 14 Μαΐου 2013

ΚΡΗΤΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ: ΡΙΔΑ Μ ΕΝΑ ΜΑΤΙ ΣΑΝ ΓΑΡΙΔΑ - 14/5/2013            ...

ΚΡΗΤΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ: ΡΙΔΑ Μ ΕΝΑ ΜΑΤΙ ΣΑΝ ΓΑΡΙΔΑ - 14/5/2013            ...: ΡΙΔΑ Μ ΕΝΑ ΜΑΤΙ ΣΑΝ ΓΑΡΙΔΑ - 14/5/2013                              ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ Ήταν ο γέρο-ποντικός στην τρύπα του κρυμμένος, μα...
Αντιδράσεις: 

ΡΙΔΑ Μ ΕΝΑ ΜΑΤΙ ΣΑΝ ΓΑΡΙΔΑ - 14/5/2013
                             ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ
Ήταν ο γέρο-ποντικός στην τρύπα του κρυμμένος,
μασούλαγε, μασούλαγε κι ήταν ευτυχισμένος.
Κάποια στιγμή επιθύμησε να βγει και στο σεργιάνι,
ανέβηκε, κατέβηκε, πήγε και στο ταβάνι.
Πήγε στους στάβλους, στην αυλή, πήγε και στο κοτέτσι,
είπε τις καλημέρες του γιατί τ` αρέσει έτσι.
Τ` αρέσει ως κοινωνικός όλους να λογαριάζει,
συμπάσχει κι αλληλέγγυος με όλους συνταιριάζει.
Βλέπει την οικοδέσποινα μ` αγάπη κάθε μέρα
και δεν ξεχνά ούτε κι` αυτήν, για μία καλημέρα.
Το ίδιο και τ` αφεντικό πάντα καλημερίζει,
μα τρέμει τις πατούσες του και τον ανεγυρίζει.
Φιλία με τον πετεινό, φιλία με τις κότες.
Το μόνο που φοβότανε τον γάτο με τις μπότες.
Ως και φιλία έκανε με κούτρουλη κατσίκα,
όπου πολύ της άρεσε ν` αναμασά μαστίχα.
Οι σχέσεις του συσφίχτηκαν με το βαρβάτο βόδι,
στην μαντζαντούρα έμπαινε και του πατούσε πόδι.
Ήταν ο γέρο-πόντικας κοινωνικός ως πρέπει
και πρόσεχε τις σχέσεις του όπως με τον καθρέφτη,
που αν σταθείς απέναντι και του χαμογελάσεις,
θα σου γελάσει και αυτός και έτσι δεν θα χάσεις.
Αν όμως την γλωσσάρα σου του βγάλεις κακομοίρη,
την καθρεφτίζει παρευθύς, πίσω σου την γιαγύρει.
Έτσι ο γέρο-πόντικας τον έβλεπε τον κόσμο,
ώσπου μια μέρα αντίκρισε ένα μεγάλο τρόμο.
Αγόρασε τ` αφεντικό  μια ποντικοπαγίδα
και για το μέλλον της ζωής του κόπηκε η ελπίδα.
Σπεύδει να βρει τους φίλους του, να τους πληροφορήσει
κι όλοι μαζί ν` αντισταθούν στην τελική την λύση.
Κότα, Κοτούλα, Κότα μου, μας στήνουνε παγίδα
και η ζωή  μας χάνεται δεν έχομε ελπίδα.
-Ααα, λέει, η κότα: Ποντικέ δεν είναι αυτή για μένα.
Εγώ κει μέσα δεν χωρώ. Αυτή `ναι για εσένα.
-Μα είμαστε φίλοι και μαζί ζούμε σ` αυτό το σπίτι
κι ότι χτυπά τον ένα μας, όλους θαρρώ μας πλήττει.
-Κοκο, κοκο, κιρικοκό, η κότα στην φωλιά της
έτρεξε και θρονιάστηκε, κι εκάθησε στ` αυγά της.
Πάει ο δόλιος ποντικός τον πετεινό ανταμώνει
και κείνον διεξοδικά καλά ενημερώνει,
μα, κικιρίκου ρικοκό μια κότα διπλαρώνει,
κάθεται αυτή και πάνω της βγαίνει και ξαλαφρώνει.
Κι αφού την τακτοποίησε ο πετεινός την κότα,
μια άλλη κότα του, πηδά κι αλλάζει της τα φώτα.
Με πόνο τρέχει ο ποντικός και βρίσκει την κατσίκα,
της τα `πε, μα ατάραχη μασούσε την μαστίχα.
Όμως δεν απελπίστηκε κι απ` την αρχή αρχινά,
μα η κατσίκα συνεχώς μασούσε ταραμά.
Τρέχει στο βόδι, λέει του, βόδι μου το και το.
-Αχ ποντικέ, του απαντά ,εγώ `μαι βόδι σιτευτό.

Ο ποντικός ετρόμαξε, κρύφτηκε μες την τρύπα
και η καρδιά του άρρυθμα στο στήθος του εχτύπα.
Πρόσεχε και εις το εξής την μετακίνησή του,
εις την παγίδα μην βρεθεί και χάσει την ζωή του.
Έτσι περνούσε ο καιρός μέρα με την ημέρα
κι ο ποντικός σταμάτησε σ` όλους την καλημέρα,
γιατί ως είναι φυσικό, ο καθαείς το κάνει,
σε κόσμο αντικοινωνικό προβλήματα δεν βάνει.
Τον εαυτό του βλέπει πια, πως θα τον προστατέψει
και κάθε ακοινώνητο στο διάολο θα πέμψει.

Μια νύχτα Γεναριάτικη, υγρή και παγωμένη,
αρρώστησε τ` αφεντικού η πολυαγαπημένη.
Τρέχει, την πάει στο γιατρό και φάρμακα της δίνει
και συνιστά σούπα ζεστή καθημερνά να πίνει.
Σφάζει την κότα το λοιπόν και τήνε κάνει σούπα
κι ολημερίς προσφέρει της κοτόζουμο στην κούπα.
Σφάζει τις κότες μια και μια, ο πετεινός πομένει
κι όπως καταλαβαίνετε σαν τι τον περιμένει.
Ήρθε κι εκείνου η ώρα του και κι κι ρι κο κό
ποτέ δεν ξανακούστηκε σε όλο το σπιτικό.                                 
Και η κατσίκα συνεχώς μασούσε ταραμά
και ούτε που κατάλαβε το πράμα ως που τραβά.
Τα φάρμακα στοιχίζουνε θέλουν πολλά λεφτά,
τ` αφεντικό μπατίρισε, δεν έχει απ` αυτά.
Την λύση πρέπει να την βρει για ν` αγοράσει χάπι
και την κατσίκα πούλησε ευθύς εις τον χασάπη.

...και ξεκουράστηκε η δόλια πια, από τον ταραμά
και είναι πλέον σίγουρο, πως δεν θα αναμασά.
Μα για την τύχη την κακή, ήταν στραβό το κλήμα,
η αφεντικίνα πέθανε! Ήταν μεγάλο κρίμα.
Κηδεία κάμανε τρανή, φέραν πολλούς παπάδες
κι ανάψανε πολλά κεριά, πάρα πολλές λαμπάδες.
...και όπως συνηθίζεται κάμαν και Μακαρία,
με του βοδιού τα κρέατα, σ` αυτή την ιστορία.

Άλλ` ιστορία μαρτυρά οι ποντικοί πως ξέρουν,
πότε βουλιάζει η βάρκα τους και πρώτοι την σκαντζέρουν.

Να `τανε ποντικός ο ναυτικός
ή στο μετρό εργάτης
ή δάσκαλος καθηγητής
ή Έλλην μετανάστης;

Να `τανε, λέει, παραμύθι η ζωή,
πρίγκιπες και πριγκήπισες γεμάτη,
παντού να είναι σκόρπιοι θησαυρού
κι ο καθαείς να χει κι ένα παλάτι...
Νά `τανε λέει
Να `τανε λέει ...... Να `τανε λέει.......
στέλιοσκωστήσπυριδάκης
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ (@stelioskostispy)
 
Αντιδράσεις: 

Δευτέρα, 13 Μαΐου 2013

ΚΡΗΤΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ:   ΖΩΗ Για την ζωή με ρώτησαν να πω την άποψή μου,...

ΚΡΗΤΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ:   ΖΩΗ

Για την ζωή με ρώτησαν να πω την άποψή μου,...
:   ΖΩΗ Για την ζωή με ρώτησαν να πω την άποψή μου, μα ξέρω όμως για να πω μόνο για την ζωή μου: Αγώνας είναι η ζωή, έφοδος, επέλ...
Αντιδράσεις: 

  ΖΩΗ

Για την ζωή με ρώτησαν να πω την άποψή μου,
μα ξέρω όμως για να πω μόνο για την ζωή μου:

Αγώνας είναι η ζωή, έφοδος, επέλαση και νίκη,
καθείς κερδίζει την ζωή έτσι για να τ` ανήκει.

Πάρα πολύ μ` ευχαριστούν τα λόγια που πετούνε,
γιατί μιλούν γλυκά κι ανάλαφρα ότι `χουνε να πούνε.
Ότι κι αν πεις προφορικά, ο λόγος ταξιδεύει,
μα ότι γράψεις στέκεται και το μυαλό παιδεύει.
Και του μυαλού το παίδεμα χαράσσει νέους δρόμους
κι αν είναι ανηφορικοί χτίζουνε νέους κόσμους.
Κι ως ξέρεις ο σημερινός κόσμος μας παραπαίει,
γιατί μας τον ξευτέλισαν τα νέα ΕυρωΠΕΗ.
στέλιοσκωστήσπυριδάκης από ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
Σ



Αντιδράσεις: 



Σάββατο, 11 Μαΐου 2013                                

ΚΡΗΤΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ:                                          
Στέλιος Κωστή Σπυριδάκης

ΟΙΚΟΜΟΥΣΕΙΟ ΤΕΧΝΗΣ ΝΕΑΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΟΥ

Καρτερού 18-20  71 601 Νέα Αλικαρνασσός

                               ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

   Με μεγάλη επιτυχία έγινε η παρουσίαση του λογοτεχνικού έργου του Στέλιου Κωστή Σπυριδάκη στο Μουσείο Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου του Κώστα Σχιζάκη, που ευρίσκεται στην οδό Νυμφών αριθμός 3, στις 10-05-2013.  Η διοργάνωση έγινε από το βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη και το Μουσείο Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου. Έχουν τις ευχαριστίες μας. Την εκδήλωση προλόγισε ο τέως Νομάρχης Ηρακλείου  Δημήτρης Σαρρής, όπου απήγγειλε και το ποίημα «Είναι δικά μας».  Την παρουσίαση του λογοτεχνικού έργου την έκανε ο φιλόλογος Σήφης Κοσόγλου. Ο δικηγόρος Ξυριτάκης Δημήτρης, δεν παραβρέθηκε καθώς είχε προαναγγελθεί λόγο ασθενείας, αντ` αυτού το ποίημα «Υπερκατά» διάβασε ο Στέλιος Κωστή Σπυριδάκης. Η Ελένη Σπυριδάκη διάβασε το ποίημα «Τυφώνας Ελένη».  Υπήρξε αρκετά ικανοποιητική προσέλευση φίλων της λογοτεχνίας. Ξεχωρίσαμε και καταγράψαμε τους συγγραφείς. Παπαδάκης Δημήτριος (Λουκά), Μαστρογιαννάκης Κωνσταντίνος, Θεοδοσάκης Δημήτριος, Πλευράκη Δέσποινα, Σωπασής Γεώργιος, Μαρκάκης Γεώργιος, Μαρκάκης Γιάννης, Μουδατσάκης Δημήτριος, Τζωράκη Ειρήνη, Καράτζης Γεώργιος, Ιδομενέως Μαρίνος, Λαμπράκης Μανόλης, Σάββας Δημήτρης, Τσικαλάς Μανόλης, Πιπεράκης Μανόλης (Μαστρομανόλης), φυσικά και ο  ιδιοκτήτης του Μουσείου Σχιζάκης Κώστας καθώς και ο φιλόλογος Κοσόγλου Σήφης. Όλους που παραβρέθηκαν  επώνυμους και μη ευχαριστούμε  θερμά για την τιμή που μας έκαμαν.

   Ευχαριστούμε επίσης την Εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» που πάντοτε δημοσιεύει αμισθί τις πολιτιστικές εκδηλώσεις της πόλης μας.

                                      Νέα Αλικαρνασσός 11-05-2013   στέλιοσκωστήσπυριδάκης                                                                    

                                                                

                                                                                    Kostis SchizakisΠΡΟΣΚΛΗΣΗ                                 Κώστας Σχιζάκης
   Το Μουσείο Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου στην οδό Νυμφών 3, του Κώστα Σχιζάκη και ο Στέλιος Κωστή Σπυριδάκης, σε συνεργασία με το βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη, σας καλούν στις 10 του Μάη 2013 ώρα 2030 στην αίθουσα του Μουσείου Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου, στην λογοτεχνική εκδήλωση κατά την οποία, θα γίνει από τον φιλόλογο Σήφη Κοσόγλου, σύντομη παρουσίαση του λογοτεχνικού έργου του Στέλιου Κωστή Σπυριδάκη. Θα προλογίσει ο τέως Νομάρχης Ηρακλείου Δημήτρης Σαρρής και θα απαγγείλει το ποίημα "Είναι δικά μας". Ο Δικηγόρος Δημήτρης Ξυριτάκης, θα επιδείξει τον "Υπερκατά" και θα διαβάσει το ομώνυμο ποίημα και η Ελένη Σπυριδάκη θα απαγγείλει το ποίημα "Τυφώνας Ελένη", θα ακολουθήσει ελεύθερη λογοτεχνική συζήτηση και θα διατεθούν δωρεάν αριθμός βιβλίων του συγγραφέα, το ποίημα "Είναι δικά μας", το ποίημα "Ζωγραφίζω" και ορισμένος αριθμός φύλλων της "ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ". Τους προσκεκλημένους θα δεξιωθεί η σύζυγός μου Αγγέλα Σπυριδάκη. Η παρουσία των φίλων μας θα μας χαροποιήσει ιδιαίτερα.-
          Στέλιοσκωστήσπυριδάκης
___________________________________________________________________________________________________________________
 












Η Αγγέλα Σπυριδάκη


ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ


Στην άκρη του δρόμου ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΠΛΕΥΡΑΚΗ-ΚΑΝΑΒΑΚΗ.. Πρώτη έκδοση Ιανουάριος 2005. Εξώφυλλο Μαρίνας Παπαδάκη. Πρόκειται για μεστή ποίηση σε ελεύθερο στίχο με δυνατούς συμβολισμούς. « Προσπαθώ να κρατηθώ / από μια ηλιαχτίδα,  / ένα φωτοβόλο ανθάκι,….».  Εκφράζει τα ερωτηματικά προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας. «Δεν υπάρχουν ανθρώπινες καρδιές / να σου χαμογελάσουν;»  Υπάρχουν και τα υπαρξιακά ερωτήματα που ταλανίζουν τον άνθρωπο από την αρχή της ύπαρξής του. « Ως πότε θα πορεύεσαι ψυχή μου; / Ως πότε θα υπάρχεις; / Ως πότε θα στέκεσαι; ».  Ωστόσο η αισιοδοξία υπάρχει  και ανοίγει το δρόμο της  ζωής. « Είπαμε λοιπόν καλημέρα. / Καλημέρα στη ζωή. / Καλημέρα στην ύπαρξή μας.»  Υπάρχει πολύς Χριστός  που δίδει απλόχερα την χριστιανική ελπίδα.  « Μπορούμε να ζήσουμε λοιπόν. / Να πάρουμε ένα χελιδόνι της Άνοιξης, / να μας ταξιδέψει στο πέλαγος του Θεού. / Να `ναι όλη η ύπαρξή μας, / στην Ανάσταση.»  Υπάρχει πολύ προσευχή. « Ο Θεός!  /  Αγάπη!  / Ο Θεός!  / Αγάπη, απόλυτη Αγάπη και Ελευθερία.».  Η ποιήτρια μπήγει τα νύχια της στον εσώτερο κόσμο της και τον γεμίζει πληγές, που είναι οι ανησυχίες της για όλα, δεν αφήνει όμως πληγωμένο τον αναγνώστη. Το βιβλίο κλείνει με το ποίημα  «  ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ»  και δίδει κατεύθυνση στον αναγνώστη:  « Μην κλαις / μην κλαις αγαπημένη / αύριο θ’ ανθίσει η πλάση / και η καρδιά σου θα χορτάσει, /  τη δικαιοσύνη.»

_______________________________________________________________________________________________________________________________________
                                                                

 Κρητικό Γλωσσάριο 6580 ΛΗΜΜΑΤΑ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ  ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΜΑΡΙΝΟΥ Ι. ΙΔΟΜΕΝΕΩΣ. ΒΙΚΕΛΑΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ. Ηράκλειο 2006. Σελίδες 580. Φιλολογική επιμέλεια: Μανόλης Στ. Αθανασάκης. Έκδοση: ΒΙΚΕΛΑΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ. Εκδοτική φροντίδα: ΒΙΚΕΛΑΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ. Πρόκειται για ογκώδες έργο που αυτοχαρακτηρίζεται ως  Κρητικό γλωσσάριο μόνο. Ως προς τις Κρητικές λέξεις και βέβαια, καθώς είναι καταχωρημένες κατά απόλυτη αλφαβητική σειρά , είναι Κρητικό γλωσσάριο.
 Δεν είναι αρκετός όμως ο προσδιορισμός αυτός διότι περιέχει 300 Κρητικές παροιμίες. Από την άποψη αυτή το βιβλίο είναι και μια λαογραφία.
 Επέκεινα περιέχει και 200 τυποποιημένες Κρητικές φράσεις, έτσι είναι  και ιδιωματική γλωσσολογία.
 Θέτω ένα ερώτημα: «Μπορεί ένα βιβλίο που περιέχει περίπου 7000 μαντινάδες να μην είναι ποιητική συλλογή;».  Νομίζω πως είναι και μια σπουδαία ποιητική συλλογή, διότι κάθε μια Κρητική λέξη συνοδεύεται από μια ή δυο μαντινάδες μέσα από το νόημα των οποίων φαίνεται η σημασία της λέξης μέσα στον λειτουργικό Κρητικό λόγο.
 Παίρνω την πρώτη λέξη: αβάρετος, - η. ο άοκνος, ακούραστος. «Αβάρετος είμαι κι εγώ και συ θωρώ τα ίδια, άντε σκιας να ζυμώσομε να κάμομε τριβίδια*».
 Παίρνω και την προτελευταία λέξη: « ώφου (επφ) ώχ! (λέγεται σε θλίψη, έκπληξη, χαρά, θαυμασμό, πόνο). « Ώφου ντουμάνια και φωθιές, που ήψες στα σωθικά μου και οπουγιας* δα φτάξουνε οι φλόγες στη γκαρδιά μου!». Η « Ώφου και γιάντα* δεν μπορώ να δω τα πετρωμένα, για να μπορώ να πολεμώ τση* μοίρας τα γραμμένα!»
 Είναι όμως και ένα ιδιότυπο γλωσσάρι Κρητικών λέξεων που ερμηνεύονται με Κρητικές λέξεις πλεγμένες σε άριστο ρυθμικό δεκαπεντασύλλαβο.
 Παίρνω τη λέξη βλοητικά: « βλοητικά, (τα) (ακλ) ευλογητικά, αμοιβή του ιερέα για κάποιο μυστήριο, ευχή ή τρισάγιο (Πλέρωσε τα βλοητικά κι ας πουτανιάσει η νύφη) Η (του γάμου τα βλοητικά δένουνε το ζευγάρι, για τούτο και με τον παπά δεν κάνουνε  παζάρι) ». Η παροιμία λοιπόν λέει πως τον παπά τον ενδιαφέρουν μόνο τα βλοητικά.
 Παίρνω τα ρήματα βγαίνω και βγάνω.
 «βγαίνω εξέρχομαι, ανεβαίνω, κερδίζω. μου βγαίνει μου αρμόζει, μου πρέπει, δικαιούμαι, το αξίζω. βγαίνω στσι πόντους  ανταποκρίνομαι, συμπλέω, δε διαψεύδω τις προσδοκίες κάποιου για το άτομό μου. δε σε γνοιάζει να βγεις κι από πάνω! Δε σε νοιάζει να απαιτήσεις και αμοιβή ( αντί να ζητήσεις συγγνώμη για τις πράξεις ή για τα λόγια σου).  δε βγαίνει μούτε πράσινο φύλλο δε φυτρώνει ούτε πράσινο φύλλο.  δε βγαίνουνε τα λεφτά μου δεν επαρκούν, δε φτάνουν τα χρήματά μου. βγαίνω στο κοντάρι εκτίθεμαι δημοσίως, εκπίπτω ηθικά, ξεπερνώ κάθε όριο ηθικής και τιμιότητας. δε βγαίνω δε με συμφέρει, δεν κερδίζω τίποτα. ( Άμα δα βγαίνεις στα ψηλά, ξάνοιγε κι ίσα κάτω  γιατί μπορεί να γκρεμιστείς να ξαναπάς στο μπάτο) Η «Μια σφακελιά» λες μου `βγαινε να πάρω κι από πάνω αντις να πεις ευχαριστώ για το μιστό που κάνω» Η « Στην καψαλιά τρεις πατωσές φυτρώνει το χορτάρι, μα στση καρδιάς μου την καπνιά δε βγαίνει ούτε πουρνάρι». Η «Μια καλής σόης* κοπελιά μου βγαίνει και γεννήτρα, να μεγαλώσει κι αυτηνής και η γι-δική μου φύτρα». Η «Κι εγώ  `μουνα  στα νιάτα μου γερός και τζαναβάρι, μα πίστεψα στα λόγια σου και βγήκα στο κοντάρι». Η Δε βγαίνω στην  τιμή, που λες, να δώσω τη γκαρδιά μου, μόνο μ` αγάπη  κι έρωτα τη δίδω τη σοδειά μου». βγαίνω στη σκια (μτφ) συνουσιάζομαι (για αρσενικό). « Εγέρασα και δεν μπορώ και όλο ζω και ζένω και δε μπορώ να κουνηθώ, μούτε στη σκια να βγαίνω». βγάνω ρήμα με πολλές σημασίες, ανάλογα με τα συμφραζόμενα, .οπως εξάγω, προξενώ, κερδίζω, υφίσταμαι, παθαίνω, ονοματίζω, μου φύεται, αναδίδω οσμή, δυσφημώ, ενεργώ, εξαρθρώνω, ποιώ.  βγάνω νερό αντλώ νερό. βγάνει νερό βρέχει..  βγάνω λεφτά  κερδίζω χρήματα. βγάνω λόγο ομιλώ σε συγκεντρωμένο πλήθος. βγάνω το λαγό απού την τρύπα ενεργώ με κίνδυνο να υποστώ ζημιά.  βγάνω βρομιά βρομάω, μαρτυρώ μυστικό  βγάνω γλώσσα  μαλώνω, βρίζω βγάνω λιγιά  είμαι ανεπαρκής, λίγος. βγάνω τα μάθια μου συνουσιάζομαι. βγάνω σκασμό σιωπώ. βγάνω μαλλιά φυτρώνουν τα μαλλιά μου. βγάνω δίσκο περιφέρω δίσκο επαιτείας.  βγάνω τον πόδα μου εξαρθρώνω το πόδι μου.  δε βγάνω πράμα  δεν κερδίζω, δεν ωφελούμαι τίποτα, δεν μπορώ να διαβάσω τίποτα.  βγάνω τα στράφυλα  αποστάζω τα στράφυλα.  τα βγάνω πέρα  ανταπεξέρχομαι.  βγάνω χόρτα εκριζώνω χόρτα.  να σε πιάσω θέλω και δα σε βγάλω βένες θα σε πιάσω και θα σε σκίσω σε λωρίδες.  βγάνω μαντινάδες  γράφω ( ποιώ ) μαντινάδες κλπ. « Εδά που ζω να να μ` αγαπάς γιατί άμα ποθάνω, δε βγάνεις πράμα πως δα κλαις στο μνήμα μου απάνω»  Η  « Το ξενικόσταρο οφτό και τα λεφτά βγαρμένα, το σταμναγκάθι φρικασέ και τα κουκιά βρασμένα» Η  « Ένας παλαιϊνός μαντές με τρώει νύχτα μέρα κι αγκομαχώ και πνίγομαι για να τα βγάλω πέρα».
  Νομίζω πως τα παραδείγματα που παρέθεσα δείχνουν την ποιότητα και τον όγκο του έργου. Υπολείπεται να εκφράσω τα συγχαρητήριά μου στον συγγραφέα  για το έργο του, αλλά και στους υπεύθυνους της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης που  διέκριναν την ποιότητα του έργου και το συμπεριέλαβαν στις εκδόσεις της Βιβλιοθήκης.
_________________________________________________________
                                                            


ΤΑ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
    Με μικρή εισαγωγή για τα τυπογραφεία της Βενετίας.    Δημητρίου Ν. Μουδατσάκη.

 ΤΥΠΟΚΡΕΤΑ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ 2005. Σελίδες 342 μεγάλου σχήματος .Το βιβλίο διαιρείται σε εφτά μέρη. Πριν από τα μέρη του βιβλίου υπάρχει στην σελίδα 5  μικρή καταχώρηση με τον τίτλο: ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ. Ο συγγραφέας ευχαριστεί  μεταξύ άλλων : « Το διευθυντή της ΤΥΠΟΚΡΕΤΑ κ. Κώστα Καζανάκη, που εμφανίστηκε αναπάντεχα την κατάλληλη στιγμή  και αφιλοκερδώς πραγματοποίησε την εκτύπωση του βιβλίου» καθώς επίσης « Την  INFOTYP  Α.Ε. και τη ΧΑΡΤΟΚΡΕΤΑ των αδελφών Νίκου και Γιάννη Καλαιτζάκη που πρόθυμα διέθεσαν το χαρτί για να πραγματοποιηθεί η έκδοση». Ακολουθεί ένα σύντομο βιογραφικό του συγγραφέα και η ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Επέκεινα ακολουθεί το:  
                  ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ.   
   Περιλαμβάνει την ιστορία της Τυπογραφίας στην Κρήτη.
                   ΜΕΡΟΣ  ΔΕΥΤΕΡΟ
      Αναφέρεται στα πρώτα τυπογραφεία της Κρήτης όπου κυριαρχεί το όνομα της οικογενείας Αλεξίου: Στυλιανός, Σπύρος, Αριστείδης, Αλέκος.  Της οικογένειας Μουδατσάκη, όπου ο Μανώλης Μουδατσάκης δίδαξε την τυπογραφία σε πολλούς συγγενείς του τους: Χαρίδημο, Νίκο, Νίκο του εμμ., Δημήτριο, Εμμανουήλ του Δ., Ζαχαρία του Ν., Μανώλη του Ν.
   Στην συνέχεια καταγράφει τα τυπογραφεία των: Νικόλαος Αλικιώτης, Κατεχάκης Μανώλης, Γ. Κατεργιανάκης, Κώστας Καφετζάκης, Μανώλης Τριγώνης, Ανδρέας ζωγράφος, Ιωάννης Μουρέλος Μιχαήλ Μαρνελάκη κ.α.
                         ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
   Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια κυριαρχούν τα ονόματα Γιάννης Δεδελετάκης,  Στέλιος Πλατής, Χρήστος Ζ. Μπαντουβάς, Κώστας Μπαντουβάς, Αθηναγόρας Μυκωνιάτης, Αλέξανδρος Μυκωνιάτης με την εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ», Ανδρέας Καλοκαιρινός Εφημερίδα  «ΚΡΗΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ»,  Αριστοτέλης Γραμματικάκης, Κωστής Φραγκούλης, Βαγγέλης Σφακιανάκης, Στέλιος Χαλκιαδάκης κ.α.
                             ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
  Τα επόμενα χρόνια: Θανάσης Σκουλάς, Στυλιανός Πλατάκης, Μανόλης Καρέλλης, Κώστας Γραμματικάκης, Γεώργιος Χρηστάκης, Νικ. Μουδατσάκης, Δαβίδ και Κώστας Πατεράκης Ζαχ. Ν. Μουδατσάκης, Γεώργιος Δετοράκης κ.α.
                                ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
   Τα νεότερα χρόνια: Ηρακλής Χ. Μουδατσάκης, Γιάννης Καζαντζής, Θεόδωρος Κανταρτζής, Λευτέρης Παπουτσάκης, Στρατής Παπαγεωργίου Κώστας Καββαδίας κ.α.
    Το βιβλίο έχει γραφεί μετά από μια έρευνα πολλών ετών. Η συλλογή των στοιχείων έγινε με τον καλλίτερο τρόπο, που μπορούσε να γίνει, από ότι είμαι σε θέση να γνωρίζω εξ αιτίας της  ενασχόλησής  μου με τον τύπο γενικά. Θα αποτελέσει ιστορική πηγή για τους επερχόμενους.  Η γλώσσα του είναι ρέουσα, κυριολεκτική και απόλυτη. Είναι αξιοθαύμαστη η εργατικότητα του συγγραφέα, αλλά και η δίψα του για μάθηση. Δράττομαι της ευκαιρίας να εκφράσω τον  θαυμασμό μου και την εκτίμησή μου στο πρόσωπό του. Σπούδασε τα παιδιά του κι ο ίδιος:  Οι σπουδές του είναι η ίδια η ζωή. «Το Σεπτέμβριο του 1945 γράφτηκα στην Τρίτη τάξη του Νυκτερινού Σχολείου ….». Προφανώς εννοεί του Δημοτικού. Σήμερα συνταξιούχος ων φοιτά πάλι σε Νυκτερινό Σχολειό, για το Γυμνάσιο και το Λύκειο.
   Το βιβλίο είναι εκτός εμπορίου. Το μοίρασε ο ίδιος ιδιοχείρως σε όσους αναφέρεται και στους φίλους του. Η εργασία αυτή είναι μια πολύ σπουδαία ΠΡΟΣΦΟΡΑ στην Κοινωνία, την Κρήτη και την Ελλάδα. -



                                        

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΙΩΑΝ. ΦΑΡΣΑΡΗΣ 
(βιβλίο μεγάλου σχήματος)
Ο συγγραφέας είναι Δάσκαλος και προχώρησε στην έκδοση του βιβλίου, για να διασώσει τους θησαυρούς της ξυλογλυπτικής. Ο ίδιος είναι απόγονος των νιταδώρων κι έτσι και οικογενειακή υποχρέωση, εκτός της προσφοράς του στην Τέχνη τον ώθησε στην εκτύπωση του υπέροχου βιβλίου.
 
  Ο  Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, Καθηγητής της Γλωσσολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και  Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο «Προλογικό Σημείωμα» του γράφει: «Το παρόν λεύκωμα απεικονίζει με τον πιο εύγλωττο τρόπο τον αγώνα και την αγωνία μιας σειράς χαρισματικών ξυλογλυπτών από το Μέσα Λασίθι, να αποδώσουν πρώτα στο χαρτί και να σκαλίσουν κατόπιν το ξύλο τις παραδοσιακές μορφές και παραστάσεις που απεικονίζονται στα τέμπλα των ιερών ναών…… Τα σχέδια που παρουσιάζονται εδώ προέρχονται από τους ονομαστούς ξυλογλύπτες: Ιωάννη Εμμ. Χαλάτση, Παναγιώτη Γεωργ. Μακράκη, Ιωάννη Γεωργ. Μακράκη, Ζαχαρία Κων. Φαρσάρη και Ιωάννη Εμμ. Κουμαρτζή….» Το βιβλίο είναι προσφορά στην Τέχνη, ο συγγραφέας όντας απόγονος σπουδαίων Νιταδώρων,  διασώζει τα έργα των προγόνων του και τα προσφέρει στους παρόντες και επερχόμενους ξυλογλύπτες.



Ένα μικρό δείγμα από τα σχέδια του βιβλίου.
Είναι καταγραφές από το 1630μ.Χ. Στον κατάλογο του βενετού μηχανικού Basilicata (Βασιλικάτα) αναφέρεται το όνομα Metochio Farsari  = Μετόχι Φαρσάρη. Από την οικογένεια των Φαρσάρηδων κατάγονταν οι νιταδώροι (ξυλογλύπτες) του Μέσα Λασιθίου, για τους οποίους γίνεται λόγος στο βιβλίο.                                                      




60 χρόνια δημοσιογραφίας  ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΩΝ του Νίκου Εμμ. Μαρκάκη. Έκδοση του πολιτιστικού συλλόγου Πετροκεφαλίου. Μάιος 2005, σελίδες 255 . Ο υπότιτλος του βιβλίου προσδιορίζει άμεσα το περιεχόμενο. Τα κείμενα διαλεγμένα ένα προς ένα συνορίζονται μεταξύ τους ποιο να έχει την πρωτοπορία, όμως δεν το κατορθώνουν γιατί όλα είναι πρώτης γραμμής.  Η διάκριση που μπορεί να έχουν μεταξύ τους είναι το έντυπο στο οποίο έχουν πρωτοδημοσιευτεί. Τα θέματα έχουν μεγάλη ποικιλία και καλύπτουν την  χρονική διάρκεια των τελευταίων εξήντα ετών. Προσδιορίζουν την προοδευτική ιδεολογία του συγγραφέα με εργαλείο ένα μεστό και σαφή δημοσιογραφικό λόγο, που έχει  λίγη αφαίρεση,  όμως δεν έχει πλεονασμούς και διαβάζονται ευχάριστα.


ΔΕΝ ΠΩΛΕΙΤΑΙ Η ΠΑΤΡΙΣ     
                       Ούτε με του κόσμου όλα τα δις.
                      ΔΕΝ ΠΩΛΕΙΤΑΙ Η ΠΑΤΡΙΣ
                       Τους το λέμε τρις.             
Εάν θέλουνε να πληρωθούνε
Οι πολιτικοί να πουληθούνε.
 Τους πουλάμε όλους σε τιμή  ευκαιρίας μεγάλης,                 
όπως τα μπαγιάτικα ψάρια της Σενεγάλης.- στέλιοσκωστήσπυριδάκης


«Το Λογοτεχνικό έργο ενός πολυτάλαντου, πολυπράγμονα και χαρισματικού φίλου»
____________________________________________

Του Σήφη Κοσόγλου φιλολόγου
Ο Σήφης Κοσόγλου στο βήμα


Αφιέρωμα στον Στέλιο Κωστή Σπυριδάκη
(κατά την εκδήλωση για το λογοτεχνικό του έργο)
ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ  ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
(οδός Νυμφών 3, Πόρος Ηρακλείου)


Παρασκευή 10 Μάη 2013 ώρα 2030.



Κυρίες και Κύριοι,
                                             Απόψε δεν θα σας μιλήσω για έναν εξαίρετο και δεξιοτέχνη ζωγράφο, αφού δεν είμαι «επαΐων» ούτε και  «ο καθ`  ύλην» αρμόδιος.
      Δεν θα σας μιλήσω για έναν αληθινό «μάστορα», τιθασευτή και σμιλευτή της πέτρας, του ξύλου, του μάρμαρου και του χαλκού, αφού ούτε γιαυτό νιώθω επαρκής.
       Δεν θα σας μιλήσω για έναν θαυμάσιο πηλοπλάστη και αληθινό δημιουργό, γεμάτο μεράκι, γούστο και φαντασία…
        Απόψε θα προσπαθήσω να σας γνωρίσω έναν εξαίρετο τεχνίτη του λόγου και ταπεινός διαμεσολαβητής να σας μυήσω και να σας σεργιανίσω στο πεζογραφικό και το ποιητικό έργο του αγαπητού φίλου  Στέλιου Κωστή Σπυριδάκη.
            Γεννήθηκα στη Μεσσαρά
             μεγάλωσα χωρίς χαρά.
            χωριό μου το Καστέλλι
            Από μικρό κοπέλι,
             ασκήμιες είδα στη ζωή.
             Ήτανε τότε κατοχή.
             Χρόνοι κακοί σαν νύχτα
              κι ο ξένος μας εχτύπα.
   Παρόλα αυτά θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που γεννήθηκα σε χωριό και μάλιστα μικρό. Έζησα δύσκολη ζωή με φτώχεια και ανέχειες. Πολλές φορές κινδύνεψε η ζωή μου από κινδύνους που κρύβει η ύπαιθρος. Η ίδια η ζωή μ` έκανε δυνατό. Έκανα όλες τις γεωργικές εργασίες, όργωμα, σπορά, ξεβοτάνισμα, θέρισμα, αλώνισμα, λίχνισμα, ζύμωμα, φούρνισμα… Έζησα την Ελευθερία. Πήρα πολλή αγάπη κι έχω απόθεμα και δίδω στους ανθρώπους, στη Φύση, στην Τέχνη.
   Αυτά σημειώνει ο συγγραφέας μας για τον εαυτό του στον πρόλογο του έργου του «Ο ΘΕΟΣ ΣΤΟ ΝΙΟΚΑΣΤΡΟ», ενώ στον πρόλογο του έργου του «ΚΑΠΕΤΑΝ ΚΕΡΑΤΑΣ», μας διαφωτίζει απόλυτα, γιατί διάλεξε το δρόμο της θάλασσας, τον οποίο υπηρέτησε σαν Ασυρματιστής σε ποντοπόρα πλοία με απόλυτη επιτυχία και ευσυνειδησία μοναδική.
  «Μαύρα ήτανε τα χρόνια στα νιάτα μου. Προοπτική δεν υπήρχε για τίποτα. Η Πατρίδα έτρωγε τα παιδιά της. Ένα ήταν το σύνθημα της φτωχολογιάς. Απού φύγει γλυτώνει…   Δυο ήταν οι δρόμοι της διαφυγής. Ο ένας ήταν στην Μετανάστευση…  ο άλλος της θάλασσας …
              Δώσε αέρα στο πανί
              σιγούρεψε τον φλόκο
              κι αν η καρδιά σου σε πονεί,
              ορμήνεψέ της τρόπο.
              Διάπλατα όλα τα πανιά
               ν` ανοίξεις στον αέρα
               φωτιά στη θάλασσα … φωτιά
                και θα τα βγάλεις πέρα.

   Με διάλεξε και με πήρε η θάλασσα παρά την κατάρα της Μάνας μου, η οποία για να μ` εμποδίσει μου ευχήθηκε «Να πνιγώ στο πρώτο μου ταξίδι, αν ίσως και μπαρκάρω…. Είχε πληρωμένο βαρύ φόρο στο θαλασσινό Μινώταυρο η δόλια κι έτρεμε τη θάλασσα…
    Συνάντησα εκεί άντρες πρώτου μεγέθους. Ήταν καλοί δάσκαλοι. Προσπάθησα να είμαι καλός μαθητής. Δεν ξέρω ως που έφτασα. Έχω χρέος ν` αναφερθώ σαυτούς τους θαλασσινούς γίγαντες στα βιβλία μου…
   Οριστικά και τελεσίδικα λοιπόν η ζωή του αγαπητού φίλου Στέλιου θ` ακολουθήσει το δρόμο της θάλασσας. Ένα δρόμο δύσκολο και δύσβατο, γεμάτο Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες μα και εμπειρίες μοναδικές και πρωτόγνωρες.
   Αφετηρία του τα συνεχή «Μπάρκο» 
 

Κλείνομε τη ζωή μας μες σον σάκο,
Που τον κρατάμε ολοζωής.
Τα χρόνια παν ¨Μπάρκο-ξεμπάρκο»
Γεμάτα θύμησες λοής-λοής.
                         ***
Δένομε κόμπο πάντα την καρδιά μας,
Μαυροσκεπάζεται το φως.
Φιλούμε τη γυναίκα, τα παιδιά μας
Και μας σπαράζει ο χωρισμός.
                          ***
Σφιχτά μια φούχτα παίρνομε πατρίδα
σε δυο κλωνιά βασιλικό,
τα χείλη τρέμουνε και η ελπίδα,
ρίχνει άγκυρα στο γυρισμό.

…και τα «Ξεμπάρκο»

Γυρνάμε κάποτε στο σπίτι
κρατάμε δώρα στα παιδιά,
στο ταίρι μας ότι του λείπει
και τσακισμένη μια καρδιά.
                         ***
Και τα παιδιά δεν μας θυμούνται.
-Διώξε τον λένε της μαμάς.
Κατάμουτρα μας διηγούνται
…πως ταξιδεύει ο μπαμπάς.
                      ***
Και γίνεται ο γυρισμός μας
χειρότερος του χωρισμού.
Είναι κι αυτό στο ριζικό μας
φουρτούνα στεριανού καιρού.


   Ανάμεσα λοιπόν στα αλλεπάλληλα «Μπάρκο και ξεμπάρκο» θα κυλήσει η ζωή του συγγραφέα μας, ώσπου ν` αράξει στη ζεστή αγκαλιά των δικών του ανθρώπων και της πατρίδας ωσάν τον Ομηρικό Οδυσσέα…
Όμως ο εραστής της θάλασσας και των ανοιχτών οριζόντων δεν θα ησυχάσει, δεν θα επαναπαυτεί, δεν θα σταυρώσει τα χέρια…
   Απεναντίας, απολαμβάνοντας τα αγαθά της οικογενειακής ζωής θ` αρχίσει ένα νέο κύκλο δράσεων και δημιουργίας, που όπως προανέφερα έχουν σχέση με τη Ζωγραφική, τη Γλυπτική της πέτρας , του ξύλου, του μάρμαρου, την κατεργασία του χαλκού, το πλάσιμο του πηλού κ.α. όλα τα καταπληκτικά και μοναδικά δημιουργήματα του σ` όλους τους παραπάνω τομείς της Τέχνης, σας προτείνω να τα απολαύσετε, σε μια επιτόπια επίσκεψη σας στο ΟΙΚΟΜΟΥΣΕΙΟ που στεγάζουν στο σπίτι τους ο Στέλιος κι η αγαπημένη σύζυγός του κυρία Αγγέλα.
  Τώρα όμως νομίζω πως έφτασε η ώρα να σας γνωρίσω τον πεζογράφο Στέλιο Κωστή Σπυριδάκη και το έργο του. Ξεκινώ με το βιβλίο του
1.     ΚΑΠΕΤΑΝ ΚΕΡΑΤΑΣ.
   Πρόκειται για 12 ναυτικά διηγήματα με τους ενδεικτικούς τίτλους: Καπετάν Κερατάς, Μίστερ Χιρατσούκα, Δυο Μούτσοι, Τα μπρούντζα, Herrn Oto, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Καπετάν-Κώστας Κολυβάς, ο Όμηρος, Ου παντός πλειν ες Κόρινθον κ. α.
   Στην συλλογή καταγράφοντας νόστιμες παράδοξες ιστορίες και ταξίδια που  περιγράφουν τη σκληρή ζωή, τα βάσανα και τις περιπέτειες των ναυτικών που αντίστοιχές τους βρίσκει κανείς στις «Αδάμαστες Ψυχές» και στον «Γιαβάς το Θαλασσινό» του Φ. Κόντογλου.
   Είναι ιδιόμορφες μικρές ναυτικές ιστορίες, που περιγράφουν όσα ζουν στα ταξίδια τους οι ναυτικοί, ιστορίες που εκτυλίσσονται σε χώρους ξένους και αλαργινούς ανάμεσα σε ανθρώπους πρωτοθώρητους, αλλόγλωσσους και αλλόφυλους. Ο αναγνώστης της συλλογής, νιώθει ξαφνικά ν` απογειώνεται πετώντας με τα φτερά της φαντασίας του στον Καναδά, τη Βραζιλία, τη γερμανία, τη Φορμόζα, το Μεξικό…
Ο συγγραφέας παίρνει τον αναγνώστη απ` το χέρι και τον ξεναγεί σε άλλους τόπους μακρινούς κι εξωτικούς καλώντας τον να γνωρίσει τον τόπο τους, τον τρόπο ζωής και να ζήσει τις αγωνίες και τις λαχτάρες των, τα βάσανα της δύσκολης ζωής των.
   Μιλούνε για ταξίδια μαγικά κι εντυπωσιακά που όμως αφήνουν μια πικρή γεύση στα χείλη και την ψυχή για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν κι οι ναυτικοί μας κυνηγώντας «το γαλάζιο πουλί» της ζωής του ο καθένας…



Ο τέως Νομάρχης Ηρακλείου Δημήτρης Σαρρής, η Ελένη Σπυριδάκη (Τυφώνας Ελένη) και ο φιλόλογος Σήφης Κοσόγλου κατά την παρουσίαση του λογοτεχνικού έργου.

2.     Ο ΘΕΟΣ ΣΤΟ ΝΙΟΚΑΣΤΡΟ
   Πρόκειται για μια σειρά αφηγημάτων με τίτλους: Ο Έλληνας, ο Χωριογύρης, ο Ντουργουτζές, ο Λακέρδας, το Ράδιο του Γρίντη κ. α. που αναφέρονται σε κομμάτια της ζωής που από μικρός έζησε ο συγγραφέας μας στο χωριό του, χωρίς να είναι ο ίδιος πρωταγωνιστής αλλά ένας  «φτωχός αφηγητής».  Η αφήγηση είναι πηγαία και ρέουσα, οι ιστορίες, τα γεγονότα και τα περιστατικά λαμβάνουν χώρα σ` ένα χωριό της ενδοχώρας της Κρήτης, προφανώς γενέτειρας του συγγραφέα το Καστέλλι.
   Οι ήρωες-πρωταγωνιστές συστήνονται κυρίως με τα παρατσούκλια τους, ο Έλληνας, ο Κορεάτης, ο Ελβετός, ο Βούλγαρος, το Τουρκάκι… ενώ οι ιστορίες και τα αφηγούμενα περιστατικά διανθίζονται με μοναδική μαεστρίας, μ` ένα ιδιόμορφο και σαρκαστικό χιούμορ δίνοντάς τους ένα τόνο και μια διάσταση ευθυμογραφική που προκαλούν έντονο κι ασυγκράτητο γέλιο.
   Ανθρώπινοι χαρακτήρες, ασχολίες, ήθη , έθιμα συμπεριφορές, περιγραφές και εικόνες, ιστορίες και γεγονότα μας γυρνούν νοερά σε χρόνους περαζούμενους στην Ελληνική περιφέρεια και την Ελληνική Φύση, πλημμυρίζονται με νοσταλγία και ομορφιά την ψυχή μας.
                     3. ΤΟ ΜΑΝΩΛΙΟ ΣΤΗ ΧΩΡΑ   (Κρητικά λαογραφικά στιγμιότυπα)
   Ο Ιωάννης Κονδυλάκης με «τον Πατούχα του» μας είχε γνωρίσει το Μανωλιό του  «με τις μακρές χερούκλες του τα μεγάλα μάγουλα και τσι ποδαρούκλες»  κάνοντάς μας να ξεκαρδιστούμε στα γέλια, όσοι είχαμε την τύχη να τον διαβάσομε.
«Το Μανωλιό» του συγγραφέα μας- ένας λούμακας, χουβαρντάς κι ανοιχτοχέρης, ξεκινά καβαλικεύοντας το χελιό γάϊδαρο του να κατηφορίσει στη Χώρα (Το Μεγάλο Κάστρο), να την γνωρίσει – από κοντά—
   Το έργο είναι ένα κείμενο ηθογραφικό πλημμυρισμένο από κωμικοτραγικά και ξεκαρδιστικά περιστατικά, που θα ήτανε κρίμα αν δεν γινότανε κτήμα, όσο γίνεται περισσοτέρων αναγνωστών. Σίγουρα αξίζει τον κόπο.
3.     Ο ΑΤΖΟΥΜΠΑΛΟΣ ΚΙ Ο ΑΝΕΡΟΥΒΑΛΟΣ  (διηγήματα)
Κυριότεροι τίτλοι: Νώε ΙΙΙ (3) Αντικριστά ή Ατζιμπραγά χαράκια, οι ψαριές μου, ο μισεμός του Σταυρουλογιώργη, Ντέτικα, η Μάνα, ο Ανερούβαλος κ.α.
   Το βιβλίο εκδόθηκε «αντί μνημοσύνου» για τα δέκα χρόνια από το θάνατο του Σταυρουλογιώργη , τον εκλεκτό βιολάτορα από το Αντισκάρι, και προς τιμήν του αγαπημένου φίλου, ποιητή, ψαρά, ερημίτη και ναυτοκαλόγερου- του Σταυρουλονικόλα.
Οικεία και αγαπημένα πρόσωπα, ο Σταυρουλογιώργης κι ο Σταυρουλονικόλας, οικείος κι αγαπημένος χώρος της Νότιας Κρήτης, όταν εκτυλίσσονται τα δρώμενα. Διηγήσεις εξαίρετες που διαβάζονται «απνευστί» δημιουργώντας ψυχική ευφορία κι ανάταση στην ανάγνωση.
4.     Η ΣΥΧΩΡΕΜΕΝΗ Ή ΖΗΤΩ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ
            (αφηγήματα)
   Αφηγήματα με χαρακτηριστικούς τίτλους: Η συχωρεμένη, ο Αορείτης, Μια πατανία και μια βούργια, οι δραπέτες, η Κουτσή Μαρία, ο Αρχίδαμος, ο Γιακουμής, η πρώτη μου επανάσταση κ.α.
   Ο συγγραφέας σημειώνει στον πρόλογό του: «Μόλις που είχαμε βγει από το φοβερό καμίνι του πολέμου. Ήμασταν ψημένοι. Ήμασταν και τυχεροί, γιατί επιζήσαμε. Τόσα άλλα παιδιά συνήλικα μας δεν επέζησαν. Πήγαν με πρησμένη την κοιλιά στον Παράδεισο να φάνε αυτά που δεν τα άφησαν να φάνε εδώ στον απάνω κόσμο.
   Καθημερινά είχαμε το κυνήγι του επιούσιου. Η φτώχεια ήταν γενική. Όλοι ήμασταν ξυπόλυτοι. Όλοι φορούσαμε χιλιομπαλωμένα ρούχα. Οι μεγάλοι μας εμψύχωναν με κάθε τρόπο. Ο καλύτερος ήταν το παραμύθι. Μας δραπέτευαν από τη σκληρή ζωή και μας πήγαιναν σε παραμυθένιους κόσμους, όπου όλα ήταν πιο εύκολα, πιο ευχάριστα.
   Κάθε βράδυ μετά το παραμύθι πηγαίναμε στην καλοκοιμηθειά μας, με την προσδοκία και την ελπίδα να ζήσομε κάποια μέρα κι εμείς σ `αυτούς τους κόσμους. Ο συγγραφέας, νοερά μας επιστρέφει σε παλαιότερες εποχές…  Καταβυθίζεται στις μνήμες των παιδικών χρόνων… πόλεμος… σκληρές και δύσκολες εποχές… Απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης και επιβίωσης… Ατέλειωτη φτώχεια … τραγικές οι συνθήκες… καταπλακωμένη η ψυχή…  Για μας ζωή ήτανε μόνο ο πόλεμος. Τα όπλα, τα πυρομαχικά, ήταν ο πλούτος μας… τα κομμένα χέρια και πόδια… Τα βγαλμένα μάτια ήταν το κέρδος μας. Γλυκόπικρη γεύση ζωής… Πρόσωπα αγαπημένα του χτες… Γεγονότα και περιστατικά που ξανάρχονται στη σκέψη… προκαλώντας άλλοτε νοσταλγία κι αγάπη κι άλλοτε πόνο και θλίψη… Γενικά γλυκόπικρα συναισθήματα… Μα και γέλιο μπόλικο σαν αντίδοτο, σαν ένεση αισιοδοξίας και προοπτικής… Και μαζί η μόνιμη και γεμάτη λαχτάρα επωδός:
Νάτανε, λέει, παραμύθι η ζωή……………..
 ……Σκόρπιοι παντού να είναι θησαυροί
Και καθαείς να  `χει ένα παλάτι…..
Νάτανε, λέει…….
Νάτανε, λέει…..
………….. όμως ….

6.    ΤΟ ΧΟΥ  (πεζογραφήματα)
   Κυριότεροι τίτλοι: το Χου, ο Ζγουράφος, ο Μαστροχρήστος, Σαν τα πουλιά, του Κουζουλού η μάντρα, ο πιθηκότοπος, Σαρανταυγά, ο Κατσόπρινος , Δραχμοοικογένεια κ.α.
   «Για να εξασφαλίσω το ψωμί της οικογένειας η ζωή μου έβαλε πολλά εργαλεία στο χέρι» σημειώνει ο συγγραφέας. Τα δούλεψα όλα και τα ταλαιπώρησα, όπως κι αυτά εμένα. Μεταξύ άλλων τα εργαλεία αυτά ήταν η σμίλη, το πινέλο και το μολύβι. Αυτά όμως όχι για τον επιούσιο, μα ακριβώς για την ίδια τη ζωή μου. Χωρίς αυτά η ζωή μου θα ήταν ανούσια. Προσκυνώ και δοξάζω τη χάρη τους. Και τα δυο τους ήταν καματερά. Με αγάπησαν και τα αγάπησα»
  Τα πεζογραφήματα της συλλογής «Το Χου» αναφέρονται γενικά στο χώρο της Τέχνης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Είναι κείμενα δοκιμιακά ή με έντονο κοινωνικό προβληματισμό, κείμενα θαυμάσια και εξαίρετα που γαληνεύουν την ψυχή και κάνουν να ξεκολλούν τα πόδια μας από τα σύρματα της καθημερινότητας, που κρατούν καθηλωμένο τον καθένα μας, όπως στο κείμενο «Σαν τα πουλιά» και του δίνουν την ευχέρεια τραγουδώντας ανέμελος και ξέγνοιαστος να πετάξει λεύτερος στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα…
7.        ΑΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΣΟΒΑΡΑ  (Ευθυμογραφήματα)
ο μεγάλος τζογαδόρος, οι παραλήδες Ράλληδες, το μπάνιο του Καραμανλή, το ντιν νταν απεργεί, οι γερμανοί ξανάρχονται, εθνική προδοσία, πρωτότυπος αντιστασιακός κ.α.
   Η συλλογή περιέχει άρθρα και κείμενα ευθυμογραφικά που αναφέρονται στους διεφθαρμένους πολιτικούς όλων των παρατάξεων, στην οικογενειοκρατία, τη ρουσφετολογία, τις πελατειακές σχέσεις, την κομπιναδοπαρανομία, τη διαφθορά την ανηθικότητα.
Κι όλα αυτά την ώρα που ο Λαός αγκομαχεί και εξαθλιώνεται διαρκώς, πεινά, μένει άνεργος, αυτοκτονεί…
Μια ζωή οι ίδιες κι οι ίδιες αντιθέσεις, οι ίδιες κι οι ίδιες κοινωνικές αδικίες, οι ίδιες αντιφάσεις που γεννούν αφεντικά και δούλους…
8.        Ο ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ 
   Ένας τόμος ξεχωριστός με σειρά κειμένων που αναφέρονται στο σπουδαίο σπήλαιο της Μεσσαράς «Λαβύρινθος», που δυστυχώς παρά τις προσπάθειες χρόνων συνεχίζει να παραμένει αναξιοποίητο.
   Τελειώνοντας την παρουσίαση του πεζογραφικού έργου του Στέλιου Κωστή Σπυριδάκη, θα πρέπει να αναφερθούμε και στις εφημερίδες που εξέδωσε κατά καιρούς ο συγγραφέας.  Πρόκειται για τον «ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΗ», την «ΛΑΪΚΗ ΤΕΧΝΗ», τον «ΛΑΒΥΡΙΝΘΟ» και την «ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ», η οποία γίνεται αφορμή για να γνωρίσουμε και τον ποιητή Στέλιο Κωστή Σπυριδάκη.
   Ο συγγραφέας έχει εκδώσει τις συλλογές: «ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΣΤΙΧΑΚΙΑ», «ΔΥΟ ΜΠΑΛΩΘΙΕΣ», «ΤΡΙΑ ΚΥΜΑΤΑ», «ΘΑΛΑΣΣΑ ΠΙΚΡΟΘΑΛΑΣΣΑ» και όπως μου εκμυστηρεύτηκε πριν λίγες μέρες ετοιμάζει - την εκτύπωση – μια νέα ποιητική συλλογή με ανέκδοτα ποιήματά του με τον ευρηματικό τίτλο «ΦΥΡΔΗΝ ΜΕΙΓΔΗΝ»
   Προλογίζοντας τη συλλογή του «ΤΡΙΑ ΚΥΜΑΤΑ» ο συγγραφέας σημειώνει:  «Τα περισσότερα ποιήματα που περιλαμβάνονται σε τούτη τη συλλογή έχουν γραφεί πριν πολλά χρόνια ταξιδεύοντας στους ωκεανούς και τα πλεύσιμα ποτάμια. Είχαν μια κακή τύχη. Όλα πετάχτηκαν απ` το φινιστρίνι στα νερά μην τυχόν τα δει κανείς από τους συντρόφους και με πάρουν στο ψιλό. Τα χρόνια που ακολούθησα ήταν ένας αγώνας για ρίζωμα στη στεριά, μάλλον άσκοπος και χρόνος για Ποίηση δεν έμενε. Πολλές φορές την ώρα της δουλειάς είχα εμπνεύσεις που σημείωνα στα πακέτα των τσιγάρων που κι αυτά τα πετούσα μόλις άδειαζαν. Τους τελευταίους μήνες η υγεία μου δεν μου επιτρέπει να εργαστώ. Η υποχρεωτική αδράνεια μ` έκανε να βρω διέξοδο στην Ποίηση, ξαναγράφοντας τα πεταμένα ποιήματα, που όμως κουβαλούσα μέσα μου… »
  Παρ` όλες όμως τις δυσκολίες στις οποίες αναφέρεται ο συγγραφέας τα καταφέρνει θαυμάσια και στον χώρο της Ποίησης, όπως θα διαπιστώσετε. Θέματα της Ποίησής του οι θαλασσινές του εμπειρίες , ο έντονος κοινωνικός προβληματισμός με πανανθρώπινο χαρακτήρα, για τα όσα διαχρονικά διαδραματίζονται γύρω μας, η επαφή του με τη ζωή της Κρήτης κ.α.
Χαρακτηριστικό της  Ποίησής του ο έντονος λυρισμός, η σάτιρα και το χιούμορ, ιδιαίτερα στην «ΤΡΑΓΟΥΘΔΙΣΤΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ», η οποία εκδιδόταν πριν τριάντα χρόνια και συνεχίζει να εκδίδει στο διαδίκτυο και έχει εκδώσει  4 τόμους.
Ο ποιητής Στέλιος Κωστή Σπυριδάκης βρίσκεται κοντά στον μεγάλο ποιητή Νίκο Καββαδία, αλλά και στον μεγάλο σατιρικό μας Γεώργιο Σουρή, καυτηριάζοντας με το εξαίσιο χιούμορ του κάθε άλογο και παράλογο, που διατρέχει την εποχή μας, τους ανθρώπους της και τα δρώμενα. Χρησιμοποιεί με μαεστρία μοναδική όλα τα είδη της στιχουργικής, τον 5σύλλαβο, τον 8σύλλαβο, τον εθνικό μας στίχο τον 15σύλλαβο, αλλά και τον ελεύθερο στίχο, για να εκφράσει τα συναισθήματα και τις ιδεολογικές αναζητήσεις του. Για του λόγου το αληθές, θα μου επιτρέψετε να σας διαβάσω μερικά δείγματα της θαυμάσιας Ποίησής του.
α)  Φθαρμένες μάσκες
      όλες με λύπες
      γυρνούν στις στράτες
      γιομάτες τρύπες   (ποίημα Μασκοφόρος)
β)   Κατά διαόλου πλοίο και ζωή μου
      ετούτη θέλω τη στερνή μου ώρα,
      ποτέ να μην την μάθουν οι δικοί μου.
      Καλύτερα να λεν: «Ζει σ` άλλη Χώρα». (Ποίημα Τυφώνας Ελένη»
γ)   Έλα δίπλα μου
       ακλούθα τον απόηχο των βημάτων μου.
       Ακλούθα πίσω μου
       τον  απόηχο των χτύπων της καρδιάς μου.
       Πάμε λοιπόν τώρα.
      Πως χτυπά η καρδιά σου!
      Πως χτυπά η καρδιά μας!
      Τι ζεστασιά!
      Τι ανθρωπιά~
      Τι βιασύνη!
      Μη βιάζεσαι, είναι μακρύς ο δρόμος. (π. Κάλεσμα)
δ)   Ένα παιδάκι έκλαιγε και πλάνταξε ο κόσμος.
      Ένα παιδάκι γέλασε και άνθισε η Φύση.
             (π. Χουζούρι)
ε)    Ένας ξανθός ντελικανής λεβέντης Λευκορίτης
       προτού να πάει στην κλεψά τάμα μεγάλο κάνει.
        (π. Μια στο καρφί και μια στο πέταλο)
στ)  Το Μανωλιό τση Σταυρωτής ήκλεψε την Καντίκω,
        την πήγε στον παλιόμυλο και πέρασαν τη νύχτα.
                   (π. Παλιόμυλος)
ζ)       Στενός ο κύκλος στο καράβι
          συντρόφοι μια τριανταριά.
          Ίδιος καημός όλους μας κάβει.
          Πότε θα πιάσομε στεριά;
              (ποίημα Ορίζοντες)
η)       Καλή μου αδερφούλα πόρνη, σε λατρεύω,
           για τα λεφτά πουλιέσαι, πάντοτε, αιώνια,
           αλλά γι` αυτά κι εγώ συχνά χαροπαλεύω
           απ` τα παλιά ομηρικά τα χρόνια.
               (ποίημα Αδερφούλα πόρνη)
θ)         Θυμάμαι στο Πορτ Σάιντ ένα δείλι
             πάνω στα είκοσι τρία μου τα χρόνια,
             μου πρόσφερες τα ολόδροσά σου χείλη,
             στου αλουέ , πριν χωριστούμε τα καπόνια.
                  (ποίημα Θυμάμαι)
ι)          Περνώντας το σκυλάδικο porca Madona 
             του Μάνου άρπαξες το μεσιακό το πόδι
             κι ενώ σου πέταγα ανθούς με την σφεντόνα
               εσύ μου ζήταγες του Ήλιου ένα βόδι.
                     (ποίημα Πέρασα)
κ)            Χρόνια στις θάλασσες ο καπτα – Νίκος.
                   Γυναίκες γνώρισ’ έγχρωμες – λευκές,
                   αδιάφορο το πλάτος και το μήκος.
                   Ναι, συν τοις άλλοις είναι και κεκές.

                   Χρονιάτικου στο τέλος ταξιδιού του,
                   στο σπίτι πια να φτάσει νοσταλγεί.
                   Για ησυχία του και του σπιτιού του,
                   στη σύζυγό του έτσι τηλεγραφεί:

                   Πλοίο παρέδωσα αύριο φθάνω
                   στο νερό αν νομίζεις βάλε κάτι
                  βιάζομαι δεν έχω καιρό να χάνω
                  απόλυσε τον αντικαταστάτη


   Κυρίες και Κύριοι, θα σταματήσω εδώ. Ελπίζω να μην σας κούρασα και θα νιώσω πολύ ευτυχής, αν κατάφερα να σας παρουσιάσω με την δέουσα πληρότητα τον πολυπράγμονα, τον πολυτάλαντο και χαρισματικό φίλο Στέλιο Κωστή Σπυριδάκη, ιδιαίτερα όσον αφορά την ιδιότητά του ως πεζογράφου και ποιητή, ως λογοτέχνη γενικά. Κι επειδή οι μέρες που ζούμε είναι ζοφερές, δίσεκτες, συφοριασμένες, θα ήθελα να κλείσω την αποψινή βραδιά  με λίγους στίχους του αγωνιστικούς και αισιόδοξους.
                
                    Καλημέρα … Τι κι αν βρέχει
                    Θα φτιάξομε σπίτια.
                    Τι κι αν χιονίζει;
                    Οι καρδιές μας φλέγονται.
                    Τι κι αν σκοτείνιασε;
                    Θα φτιάξομε ήλιους.
                    Τι κι αν τους κρύβουν τα σύννεφα;
                    Εμπρός για νέους ουρανούς με καθαρούς                         
                    ορίζοντες.
                    Καλημέρα….
                    Γραμμή ολόϊσια στα σκοτάδια.
                    Σκίστε τα.
                    Αυτή είναι η μοίρα μας.

Φίλε Στέλιο, σ` ευχαριστούμε για όλα.-
 Σήφης Κοσόγλου  φιλόλογος                
  Μάης (10) 2013-05-20



Μερική άποψη της εκδήλωσης. Ο Κώστας Σχιζάκης ιδιοκτήτης και ιδρυτής του Μουσείου Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου καλωσορίζει τους καλεσμένους .





ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΜΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ

Τα κείμενα που περιλαμβάνονται κάτω από αυτό τον τίτλο αφορούν την πολύ γνωστή ερωτική ιστορία του μουσικού Γεωργίου Σταυρουλάκη (Σταυρουλογιώργη) γραμμένη από τον επίσης μουσικό και Ποιητή  αδερφό του Νικόλαο Σταυρουλάκη (Σταυρουλονικόλα).  Την ιστορία αυτή έχω τυπώσει δυο φορές σε ένα μικρό φυλλάδιο. Την πρώτη την ημέρα της κηδείας του Σταυρουλονικόλα σε δέκα αντίτυπα. Ένα από αυτά έβαλα στο χέρι του νεκρού φίλου μου. Τα υπόλοιπα έδωσα στους δικούς του. Την δεύτερη στα 40ήμερα του Σταυρουλονικόλα σε 100 αντίτυπα τα οποία μοίρασα σε όσους τίμησαν την μνήμη του. Ακολουθεί το κείμενο όπως ήδη έχει τυπωθεί.   στέλιοσκωστήσπυριδάκης


 ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ


      Πολλές φορές μου έρχονται εμπνεύσεις καταπληκτικές που δεν θέλω να χαθούν και δεν έχω τον χρόνο να τις γράψω, γιατί δεν με αφήνουν οι υποχρεώσεις της στιγμής. Τώρα κάθομαι για να γράψω μια γραφή για έναν ακριβό φίλο που έφυγε ξαφνικά και απροσδόκητα με βίαιο θάνατο και δεν με αφήνει ο πόνος που μου δημιούργησε ο απρόσμενος χαμός του. Πρόκειται για τον Σταυρουλονικόλα από τα πλατειά Περάματα. Στις 24 Σεπτέμβρη γκρεμίστηκε με το αυτοκίνητό του στον Τσίγκουνα σε βάθος 30 μέτρων.  Στις 25 Σεπτέμβρη τον κηδέψαμε  με πάνδημη κηδεία στο χωριό του το Αντισκάρι.
   Μακρόχρονη φιλία με συνέδεε με τον Νικόλα. Στο μισεμό του αδελφού του, του Σταυρουλογιώργη είχα γράψει ένα κείμενο που είχα δημοσιεύσει στην Εφημερίδα «Η ΤΟΛΜΗ» του Ηρακλείου.  Αργότερα έγραψα ένα κείμενο για τον ίδιο τον Νικόλα με τίτλο «ΟΙ ΨΑΡΙΕΣ ΜΟΥ» και το δημοσίευσα στο βιβλίο μου «ΑΝ ΙΣΩΣ ΚΑΙ ΜΠΑΡΚΑΡΕΙΣ».  Αργότερα στοιχειοθέτησα το βιβλίο του Νικόλα «ΛΕΥΚΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ» έκδοση του Λογοτεχνικού Συνδέσμου Ηρακλείου, με χορηγία Εμμανουήλ Κουλεντάκη. Λίγο αργότερα έγραψα το κείμενο: «ΤΟ ΠΑΡΑΜΙΛΗΤΟ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥΛΟΝΙΚΟΛΑ», ακολούθησε το κείμενο: «ΤΑ ΑΤΖΙΜΠΡΑΓΑ ΧΑΡΑΚΙΑ», το κείμενο αυτό αντιστοιχούσε στα «ΑΤΖΙΜΠΡΑΓΑ ΧΑΡΑΚΙΑ», που είναι δυο όρθιοι βράχοι πάνω από τα κύματα στα Πλατιά Περάματα, μα και στα δυο αδέρφια, τον Σταυρουλογιώργη και τον Σταυρουλονικόλα. Ο μύθος για τα «ΑΤΖΙΜΠΡΑΓΑ ΧΑΡΑΚΙΑ» αναφέρεται σε δυο αδέρφια που είχαν κακοπάει στον έρωτα και παρακάλεσαν την Μοίρα τους να τους μαρμαρώσει για να μην υποφέρουν. Η μοίρα τους δεν μπορούσε να τους βοηθήσει στον έρωτα, γιατί βαριά κατάρα δεν το επέτρεπε, τους λυπήθηκε όμως, τους μαρμάρωσε και τους πέταξε στη θάλασσα. Τα χαράκια αυτά είχαν και ονόματα. Ήταν ο Χαλκομύτης και ο Μπρουντζομύτης.
   Παρόμοια ήταν και η μοίρα του Σταυρουλογιώργη και του Σταυρουλονικόλα. Οχτώ μέρες μετά τον θάνατο του Σταυρουλογιώργη με έβαλε στη βάρκα του ο  Σταυρουλονικόλας και μου έδειξε πως το ένα από τα δυο χαράκια έστεκε ορθό πάνω από τα κύματα. Το άλλο είχε καταποντιστεί.  Ο ίδιος ο Νικόλας μου έδειξε με τον  δικό του τρόπο  την σύνδεση που έκανε  στα Ατζιμπραγά χαράκια στον εαυτό του και τον αδελφό του. Χωρίς να το καταλάβω είχα γράψει ένα βιβλίο για τα δυο αδέρφια.  Διάβασε ο Νικόλας τα χειρόγραφα και μου είπε να το τυπώσω  και θα πλήρωνε αυτός. Δεν το δέχτηκα. Του είπα πως θα το τύπωνα με έξοδά μου στα δεκάχρονα από τον θάνατο του Σταυρουλογιώργη.  Ήταν γραμμένος και ο πρόλογος. Δεν μπόρεσα. Το επιχείρησα και το 2005. πάλι δεν μπόρεσα. Πριν ένα μήνα είχα ένα κακό προαίσθημα για τον Νικόλα και βιάστηκα, αφήνοντας άλλες επείγουσες δουλειές και το τύπωσα. Το τύπωσα και πήρα 35 βιβλία αφινίριστα ακόμα και του τα πήγα στα Πλατιά Περάματα. Με αγκάλιασε και με φιλούσε. Έκλαιγε από τη χαρά του ώρα πολλή.


 Μου είχε δώσει από παλιά τα χειρόγραφα του έργου του: «ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΜΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ» Το στοιχειοθέτησα και ετοιμαζόμουν να τα τυπώσω να του τα πάω ξαφνικά στα Πλατιά περάματα. Όμως ο Νικόλας βιάστηκε να φύγει το τελευταίο του ταξίδι και δεν πρόλαβα.  Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να τυπώσω μερικά και να του τα πάω στο φέρετρο του. Έτσι έγινε.  Τύπωσα άρον-άρον δέκα, του έβαλα ένα στο φέρετρο και τα άλλα τα μοίρασα στους συγγενείς του. Αυτό που θα ήθελε ο Νικόλας είναι να το τυπώσω σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων και να τα μοιράσω σε όσους τιμήσουν την μνήμη του στα σαράντα. Αυτό κάνω στη μνήμη του φίλου μου, που όπως μου έλεγε: «Εμείς Στέλιο, είμαστε συγγενείς. Όχι εξ αίματος. Όχι εξ αγχιστείας. Είμαστε πνευματικοί συγγενείς» κι εγώ συμφωνούσα. Σκοπεύω ακόμα να το στείλω σε όλες τις  τοπικές Εφημερίδες, με την ελπίδα να το δημοσιεύσουν μέρος του ή και όλο. Τον Σταυρουλογιώργη και τον Σταυρουλονικόλα  τους ήξερε κατά το κοινώς λεγόμενο «η Γης, ο κόσμος κι ο ντουνιάς» και πιστεύω πως όλος ο κόσμος αυτός έχει ενδιαφέρον να διαβάσει την ποιητική βιογραφία  του Σταυρουλογιώργη, γραμμένη από τον ομοιοπαθή αδελφό. Ο Νικόλας κατά τη δική μου ταπεινή γνώμη τραγουδώντας τον έρωτα του Γιώργη, στην πραγματικότητα τραγουδεί τον δικό του άτυχο έρωτα, γιατί «Μια πληγή σ` άλλη πληγή πογιατρεμό δεν έχει»    Το έργο διανέμεται δωρεάν γιατί ο Σταυρουλονικόλας, αλλά και ο υποφαινόμενος δεν πούλησαν ποτέ τα έργα τους. Τα δωρίζουν στους φίλους. Παραθέτω ένα ποίημά μου στη μνήμη του Σταυρουλονικόλα.





    Σταυρουλονικόλα Ποιητή
ΑΙΩΝΙΑ ΣΟΥ Η ΜΝΗΜΗ.
στέλιοσκωστήσπυριδάκης

          

  ΔΕΝ ΤΟΝ ΘΡΗΝΟΥΝ

                  Δεν τον θρηνούν τον Ποιητή

                 Τον ραίνουν με λουλούδια.
                 Δεν τον θρηνούν τον Ποιητή
                 Του πρέπουνε τραγούδια

                 Δεν τον θρηνούν τον Ποιητή,
                 Τον ραίνουν με λουλούδια
                 Κι αυτή την ώρα την στερνή
                Του τραγουδούν τραγούδια.

                Δεν τον θρηνούν τον Ποιητή
                 τον τραγουδά ο στίχος
                 Μέσα στον τάφο δεν χωρεί
                 Του λόγου του ο ήχος.

                 Δεν τον θρηνούν τον Ποιητή.
                 Ο Λόγος δεν πεθαίνει.
                 Τον έχουνε οδηγητή
                 Κι αθάνατος πομέννει .-





          ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΜΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ
              Νικολάου Σταυρουλάκη
                            (Σταυρουλονικόλα)

                              
              Ο ΣΤΑΥΡΟΥΛΟΓΙΩΡΓΗΣ


    Παρακάτω εξιστορώ με στίχους δεκαπεντασύλλαβους την αγάπη του αδελφού μου Γεωργίου Σταυρουλάκη, η οποία έγινε αφορμή  να περάσει τη ζωή του χωρίς χαρά.
     Ο αδελφός μου είχε  ένα σπάνιο ταλέντο μουσικής, που  από πολύ μικρός το είχε δείξει παίζοντας λύρα.
       Στα είκοσι του χρόνια περίπου κατόπιν επιμονής του καθηγητή του βιολιού του Ωδείου Ηρακλείου κ. Νουφράκη , κατά το έτος 1929, γράφτηκε στο Ωδείο Ηρακλείου, παίρνοντας βιολί.
           Με τη μουσική που διδάχτηκε και το ταλέντο που είχε έφτασε στα ψηλότερα σκαλοπάτια, ιδιαίτερα της Κρητικής, μουσικής. Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς ακούγοντας παιξίματά του.
              Τα παιξίματα που είχε περισυλλέξει από τις ρίζες της Κρητικής μουσικής και όπως τα είχε διαμορφώσει και τα έπαιζε, δεν τα έχει παίξει ακόμα κανείς κι έτσι σιγά σιγά θα χαθούν.
               Οι κακές εποχές που περνούσε η Ελλάδα την εποχή που αυτός μπορούσε να προσφέρει έργο, δεν τον άφησαν να εκφραστεί. Κυνηγημένος για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, αλλά και λόγω  του ευαίσθητου χαρακτήρα του, τα παράτησε όλα κάποια στιγμή και αποτραβήχτηκε σε μια ερημιά και έζησε τα υπόλοιπα του χρόνια μοναχός.
                Προβαίνω στη δημοσίευση του παρόντος αφού έχει φύγει και η γυναίκα που αγάπησε.
                    Σταυρουλονικόλας


ΣΤΑΥΡΟΥΛΟΝΙΚΟΛΑΣ

                    Ποιος είναι:


Γεννήθηκε το 1921 στο ορεινό χωριό Αντισκάρι, από γονείς φτωχούς αγρότες. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε μέσα  στη φτώχεια και στις στερήσεις. Τελειώνοντας το δημοτικό σχολείο του χωριού του το 1934, τον πήγαν οι γονείς του στο Ηράκλειο, για να μάθει την τέχνη του παπλωματά.
     Με το ζήλο που είχε στη μάθηση εξελίχθηκε γρήγορα σε τεχνίτη. Με τα χρόνια, το "αφεντικό " του, εκτιμώντας τον χαρακτήρα του, του έδωσε  δάνειο το κεφάλαιο, που χρειαζόταν να ανοίξει δική του δουλειά, στην οποία και σταδιοδρόμησε. Τα ενδιαφέροντά του όμως ήταν άλλα.  Έτσι από πολύ νέος άρχισε να γράφει, τραγούδια και μαντινάδες..
      Με τον καιρό έγινε ένας ώριμος και φιλοσοφημένος στοχαστής ξέχειλος από ανθρώπινα συναισθήματα.
       Έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία: 1. Σαλπίσματα.  ( ποίηση ) 2. Μαντινάδες και τραγούδια και 3. Τα μοιρολόγια του Αδελφού. 4. Λευκά Περιστέρια (Έκδοση του Λογοτεχνικού Συνδέσμου Ηρακλείου και χορηγία  του παιδικού του φίλου Εμμανουήλ Κουλεντάκη ).  Με το τύπωμα του ανά χείρας  «ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΜΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ» τα βιβλία γίνονται πέντε.
                 


                      ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΜΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ
      ( Η αγάπη του Σταυρουλογιώργη)


Το εννιακόσια 'κοσιενιά θα σας ανιστορήσω
κι επιθυμώ όσο μπορώ να σας ευχαριστήσω.

Ότι ιστορίσω κι ότι 'πω και κείνα που θα ψάλλω
είναι η  ζωή 'νός μερακλή, παράπονο μεγάλο.

Πώς άρχισε, πώς τέλειωσε μι' αγάπη μες στον χρόνο,
που  έκαμε ένα μερακλή  πάντα να ζει  με πόνο.

Είμαι αδελφός του κι έζησα κοντά του και κατέχω
κι ότι ιστορίσω είναι σωστό, κακοβουλιά δεν έχω.

Οι μερακλήδες το 'χουνε, δεν κάνουν δυο αγάπες.

την πρώτη σαν θα χάσουνε, ζούνε φτωχοί διαβάτες.



Ετσά κι αυτός  που ιστορώ, έχασε μια αγάπη
κι έσβησε όλη τη ζωή αμοναχός με πάθη.

Στης Κρήτης τ' ορεινό χωριό, τ' όμορφο Αντισκάρι,
τον γέννησε η μάνα μας κι από μικρό 'χε χάρη.

Μόλις τον κόσμο άρχισε λιγάκι να γνωρίζει,
ήθελε λύρες και βιολιά σαφή* να τριγουνίζει**.


Δεν ήτανε εφτά χρονώ κι έπαιζε σκοπουλάκια
στη λύρα κι τραγούδιενε με πάθη και μεράκια.

Στα δέκα του οι χωριανοί τον είχανε λυράρη
κι όλο γλεντούσανε μ' αυτόν. Δεν τους χαλούσε χάρη.

Κείνα τα χρόνια τα παλιά  μόνη ψυχαγωγία
είχε ο κόσμος τσι γιορτές,  γάμους και πανηγύρια.

Είχ' ένα μπάρμπα ο Γιώργης μας που είχε ένα φίλο.
στον Χάρακά** 'ταν καφετζής και με μεγάλο ζήλο.

Σεπτέμβρη δεκατέσσερις κάνουν το πανηγύρι
κι ως καφετζής εγύρευε Λυράρη. Πού να γείρει;

Τον φίλο του θυμήθηκε που ζούσε στ' Αντισκάρι
κι εμήνυσέ  του, να του βρει  για τη γιορτή λυράρη.

Και του 'γραψε αν μ' αγαπάς φίλε βοήθησέ με.
λυράρη θέλω του Σταυρού κι εξυπηρέτησέ με.

Εσκέφτηκε ο μπάρμπας μου να πάρει το κοπέλι
και να το πάει λυρατζή. Άλλη χαρά δεν θέλει.

Είχε κι αυτός και έπαιζε λίγο το μαντολίνο
την ευκαιρία τούτη να, είπε, δεν την αφήνω.

Εμήνυσε του φίλου του ήσυχος να κοιμάται
κι ότι του βρήκε λυρατζή να μην παραπονάται.


Θα 'ταν, δεν θα 'ταν τότε σας δεκατεσσάρω ο Γιώργης,
το λυρατζάκι που 'γινε μετά Σταυρουλογιώργης.

Λέει του, Γιώργη, να 'ρθεις θες σ' ένα χωριό να πάμε;
και μη φοβάσαι μα εγώ πάντα κοντά σου θα 'μαι.

Σαν ήρθε η μέρα του Σταυρού, που 'ταν το πανηγύρι,
βάνει ο μπάρμπας το Γιωργιό καπούλα στο μπεγύρι.

Και ξεκινά χαρούμενος στο Χάρακα και φτάνει
κι ένοιωθε να 'ταν σαν πασάς και πάει το φιρμάνι.

Σαν φτάξανε στον Χάρακα ακόμη καβαλάρης
τον ρώτησε ο φίλος του: Πού είναι ο λυράρης;

Λέει του, σάσε έναν  καφέ γλυκό να τονε πιούμε,
μα 'μεις για σένα ήρθαμε και όργανα κρατούμε.

Όταν η ώρα πέρασε κι άρχισε να μουχλιάζει
κι εντάκαρε ο Καφετζής το γλέντι να 'ρδινιάζει

Ερώτησε τον φίλο του ¨Πού είναι ο λυράρης;
ντάκαρα*  να ανησυχώ, σ' έγνοιες πολλές με βάζεις.

Τότε του δείχνει με χαρά ο μπάρμπας το κοπέλι
κι από τη βούργια έβγαλε τη λύρα με το τέλι.

Και λέει του ετότεσας  ο λυρατζής σου θα 'ναι.
Έγνοιες μην έχεις και πολλές ετοιμασίες κάνε.

Ο καφετζής μαρμάρωσε κι έχασε τη θωριά του.
Ένα κοπέλι τι μπορεί να κάμει στη δουλειά του.

Σαν ήρθε η ώρα να στρωθεί το γλέντι με τη λύρα
ο μπάρμπας και ο ανιψός στη μέση μέση πήγαν.

Κι αρχίνησαν τα όργανα γλυκά να τα κουρντίζουν
και όλοι τους ξανοίγουνε μα πράμα δεν ελπίζουν.

Παίζει την πρώτη δοξαριά με κέφι το κοπέλι
κι αντιλαλήσαν τα βουνά με το γλυκό του τέλι.

Όσοι κι αν ήταν στο χωριό εκειά εμαζωχτήκαν
και μόνους τσι λυράρηδες στα άλλα γλέντια αφήκαν.

Κι ο κ*αφετζής από χαρά φώναζε με μεράκι:
ελεύθερα γλεντίζετε με τα' Αντισκαριανάκι.

Και του 'μεινε το όνομα το " Αντισκαριανάκι "
του μερακλή που λέγανε Γεώργη Σταυρουλάκη.

Μ' αυτόν τον τρόπο της ζωής ξεκίνησε τη στράτα
κι ανέβηκε στα πιο ψηλά όμορφα σκαλοπάτια.

Μα του 'μελλε να μη χαρεί, όση κι αν είχε χάρη
και να πεθάνει μοναχός νύχτα χωρίς φεγγάρι.


Μεγάλωσε και γίνηκε άντρας ξετελεμένος
κι ήταν πολύ αγαπητός και πολυτιμημένος.

Στη λύρα δεν τον έφτανε κανείς και δεν μπορούσε
να παίζει όπως έπαιζε και όπως τραγουδούσε.

Όλοι εκείνον θέλανε να παίζει να γλεντίζουν
και στις καντάδες κάθ' αργά μαζί του να γυρίζουν.

Θα 'τανε είκοσι χρονώ τότε όταν τον πήραν
στο πανηγύρι τσ' Έμπαρος να πα να παίξει λύρα.

Και έτυχε να 'ναι κειδά ο μουσικός Νουφράκης.
τον θαύμασε και ρώτησε 'πο που  'ναι ο Σταυρουλάκης.

Και πάνω σ' ένα διάλειμμα τον φώναξε κοντά του
και λίγο εμιλήσανε μέσα στη συντροφιά του.

 Του είπε, στο Ηράκλειο να πάει στο ωδείο,
βιολιού να μάθεις μουσική. Άλλο να κάμεις βίο.

Αυτός ως ήταν μερακλής αυτό επιζητούσε
και στο ωδείο γράφτηκε κι άρχισε και φοιτούσε.

Στον χρόνο πάνω που 'διδαν όλοι τους εξετάσεις
στον Γιώργη είπε ο δάσκαλος, συ πρώτος θα περάσεις.




Όπως θυμούμαι κι ιστορώ Αυτά τα γεγονότα
το χίλια εννιακόσια εικοσιενιά περίπου εγινόταν.



Μα ως έγραφε το ριζικό εσήμανε η ώρα,
να μπει ο Γιώργης στο σεβντά και να τα χάσει όλα.

Κείνα τα χρόνια τα παλιά κάθε φιλιά κι αγάπη,
είχε το ύψος τ' ουρανού, της θάλασσας τα βάθη.


Ήρθε μια κόρη πλουμιστή εις το χωριό δασκάλα
όμορφη, ροδοκόκκινη αφράτη σαν το γάλα

Ήτανε αγαπητερή γλυκειά και μερακλίνα
από Ηρακλειώτικη γενιά. Τη λέγανε Κατίνα.

Το ορεινό μας το χωριό, το απομονωμένο
πρωτοδιοριζόμενη, της ήταν πεπρωμένο.

Παρέα είχε μια κερά, τη λέγανε Χριστίνα
και σ' ένα σπίτι του σχολειού επήγανε κι εμείναν.

Ζούσανε και οι δυο μαζί, σαν κόρη με τη μάνα,
που η δασκάλα από παιδί την είχε παραμάνα.

Μ' αγάπη και με σεβασμό όλοι οι χωριανοί μας
τις περιτριγυρίζανε. Ήτανε σε τιμή μας.

Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ο Γιώργης ως θυμούμαι,
ήρθε απ' το Ηράκλειο για λίγο να τον δούμε.

Μαζεύτηκαν στο σπίτι μας οι φίλοι κι οι δικοί μας
και γίνηκε ξεφάντωση και χάρηκε η ψυχή μας.

Κι ως ήτανε συνήθειο την εποχή εκείνη
μετά το γλέντι στο χωριό καντάδα ήθελε γίνει.

Θα 'τανε καμιά δεκαριά που όμορφα τραγουδούσαν
καντάδα σαν εβγαίνανε, και τους νεκρούς ξυπνούσαν.

Άρχισε από το σπίτι μας μεσάνυχτα η καντάδα
και το χωριό γυρίσανε με τάξη κι ομορφάδα.

Της λύρας ο γλυκός σκοπός ξύπνησε τη δασκάλα,
που γινε αιτία ο ΄Γιώργης μας πάθη να δει μεγάλα.

Θάρριε πως ήταν όνειρο μ' αφού καλά εφρουκάσθη
κι είδε πως ήταν αληθινά, από χαρά εταράχθη.

Ο όμορφος σκληρός σκοπός και το γλυκό τραγούδι
μες στην καρδιά της φύτεψαν ερωτικό λουλούδι.

Τον λογισμό της ρώτηξε πως είναι αυτός που παίζει
τόσο γλυκά το όργανο κι ανθρώπους θεραπεύγει.

Κι εκείνος της απάντησε μη με ρωτάς. Κλουθώ του.
Θέλω να μάθω και να δω την όψη αυτού τ' ανθρώπου.

Σαν πέρασαν τα όργανα κι έπαψαν να γρικούνται
θέτει να ξανακοιμηθεί. Τα μάτια δεν σφαλούνται.

Ολονυχτίς στην κλίνη της γυρίζει πάντα κι άλλη.
την βρήκε το ξημέρωμα αγάπης να 'χει ζάλη.

Λέει τζη  η παραμάνα τζη ειντά παθες παιδί μου.
πες μου τι έχεις, πού πονάς να έχεις την ευχή μου.

Της νύχτας ο τραγουδιστής γλυκά εξύπνησέ με
και σε αγάπης πεθυμιά και ζάλη έβαλέ με.

Λέει τζη η παραμάνα της, τέτοια μην τα λογιάζεις
 δεν είναι όμορφο, πρεπό στον νου σου να τα βάζεις.

Πριχού χαράξει βρέθηκε πλυμένη χτενισμένη
και με λαχτάρα στην καρδιά τον ήλιο περιμένει.

Θέλει να πάει και να 'ρθει, ανθρώπους να ρωτήσει,
τη λύρα ποιος την έπαιζε, να μάθει, να γνωρίσει,

μα πρέπει πρώτα στο σχολειό να πάει να διδάξει
και ως τ' απομεσήμερο τρέμει, πώς θα βαστάξει.

Να μην κατέχει να μην δει, το πεθυμά, το θέλει,
ποιος είναι αυτός, που τη χαρά τση 'φερε με το τέλι.

Σαν ήρθε ο ήλιος λαμπερός όλα να τα φωτίσει,
ξεκίνησε για το σχολειό το μάθημα  ν' αρχίσει.

Οι κανταδόροι της βραδιάς αγγουροξυπνημένοι
όλοι 'χανε περμαζωχτεί, ως ήταν μαθημένοι.

Κατά τ' απομεσήμερο στον καφενέ του Γιάννη
καφεδοκουβεδιάζανε και κάνανε σεργιάνι.

Και η δασκάλα στο σχολειό δεν μπόριε να βαστάξει
και δήθεν με αφέλεια ερώτηξε την τάξη.

Παιδιά πέστε αν ξέρετε ποιος έπαιζε τη λύρα
και τραγουδούσε πάρωρα και ύπνο δεν επήρα.

Τότες εγώ σηκώνομαι και λέω της με φόρα:
ο αδερφός μου, δεσποινίς, που ήρθε από τη χώρα.

Αυτή για να μην προδοθεί δεν είπε άλλη λέξη
και έβγαλε στο μάθημα τον φίλο  τον Αλέξη.

Λίγο καιρό 'χε στο χωριό και δεν τα κάτεχε όλα,
δεν γνώριζε τον Γιώργη μας που ήτανε στη χώρα.

Ήρθε η ώρα, το σχολειό να κλείσει να σχολάσει
κι από τον τόπο που ήτανε οι άλλοι να περάσει.

Ως μερακλίνας γέννημα λεβεντοπερπατούσε
και όλοι την θαυμάζανε από 'που  κι αν περνούσε.

Σαν έφτανε του καφενέ την πόρτα να περάσει,
την κάλεσε ο καφετζής να μπει να την κεράσει.

Αυτή  το καταδέχτηκε στο καφενείο μπήκε
κι ότι ποθούσε για να δει, μέσα εκεί το βρήκε.

Οι κανταδόροι τση βραδιάς μαζί με τον λυράρη
καθότανε σε μια γωνιά με γέλιο και με χάρη.

Τον Γιώργη δεν εγνώριζε, μα τση τονε συστήσαν,
θερμά χαιρετιστήκανε και γλυκοκοιταχτήκαν.

Όποιος αγάπης  πεθυμιά λαχταριστά προσμένει
και να την δει κάποια στιγμή που δεν το περιμένει,

Μπορεί να κρίνει και να δει είντα 'νοιωσε η δασκάλα,
να δει αυτόν που έπαιζε τη λύρα στην καντάδα.

Οι  φωτογραφίες είναι παρμένες από ένα  cd  του Σταυρουλονικόλα.



Αυτή 'τανε η γνωριμιά του Γιώργη μας με κείνη,
που τον εκαταδίκασε ξερό κλαδί να  γίνει.

Μπήκε η αγάπη στις καρδιές των δύο τους μεγάλη
κι άρχισε να τους τυραννά του έρωτα η ζάλη.

Έφυγε ο Γιώργης το πρωί για τον δικό του χώρο
κι άφησε την αγάπη του εις τη δασκάλα δώρο.

Το πρώτο πώς μιλήσανε, να πω δεν το κατέχω,
μα πώς αγαπηθήκανε πολλά στοιχεία έχω.

Αρχίσανε με γράμματα, να παίρνουν και να δίνουν
τσ' αγάπης το γλυκό πιοτό με πεθυμιά να πίνουν.

Σαν δυο πουλιά την Άνοιξη που γλυκοζευγαρώνουν
και με αγάπη και χαρά αγάπη θεμελιώνουν,

ζούσαν κι αυτοί με όνειρα και πολυαγαπημένοι
κι ήταν στολίδι στο χωριό και πολυτιμημένοι.

Γιατί η αγάπη η αληθινή δεν ζει στην αμαρτία,
σε ίσους δρόμους περπατεί, δεν χάνει την αξία.

Έτσι περνούσε ο καιρός κι η αγάπη μεγαλώνει,
πως αγαπιούνται μπιστικά κανείς τους δεν το χώνει.

Η παραμάνα τζη άρχισε να το καταλαβαίνει,
πως στης δασκάλας την καρδιά αγάπη πάει και μπαίνει.

Και μια βραδιά συργουλευτά άρχισε να της λέει:

Βλέπω κι αλλάζεις ταχτική! Πες μου τι σου συμβαίνει.

Δεν δείλιασε και λέει τζη, μάνα μου και κερά μου,
αγάπης φλόγα δυνατή εμπήκε στην καρδιά  μου.

Να ησυχάσω δεν μπορώ, όλο 'μαι λυπημένη,
γιατί αυτός που αγαπώ μακριά 'πο μένα μένει.

Κι η παραμάνα λέει τζη, ηρέμησε παιδί μου
και σε αγάπη μην μπλεχτείς να έχεις την ευχή μου.



Γιατί 'ναι η αγάπη μια πληγή που πάντα αίμα τρέχει
και δεν υπάρχει φάρμακο να τηνε θεραπεύσει.

Μάνα και παραμάνα μου εδά ότι κι αν κάνω,
αγάπησα τον μερακλή και δίχως του δεν κάνω.

Μα μη φοβάσαι μα ποτέ, εγώ δεν θα προσβάλλω,
εσένα και τον κύρη μου στσ' αγάπης μου το ζάλο.

Κι ο Γιώργης στο Ηράκλειο θέτει, μα δεν κοιμάται
τσ' αγάπης του τη συντροφιά ζητά κι ανεστοράται.

Και στο χωριό πιο ταχτικά έρχεται και μισεύγει,
μα ότι κι αν κάνει την πληγή δεν τηνε θεραπεύγει.

Η μάνα και ο κύρης μας  βλέπουν ότι συμβαίνει
κι όλο το κουβεδιάζουνε το τι τους περιμένει. 

Μια μέρα την απόφαση επήρε η δασκάλα

και πήγε εις την μάνα μας με μέλι και με γάλα.

Την ακριβοχαιρέτισε και χαμογέλασέ τζη.
Κάτσε που θέλω να σου πω εγλυκομίλησέ τζη.

Η μάνα μας ξαφνιάστηκε μα πήρε καερέτι
και τηνε καλοδέχτηκε στο σπίτι όπως πρέπει.

Την παίρνει και καθίζουνε μαζί σε μια πεζούλα
και με λαχτάρα και χαρά της λέει, πες τα ούλα.

Ακούμπησε την κεφαλή επάνω στην ποδιά τζη
και έβαλε  τα χέρια τζη πάνω στα μαγουλά τζη.

Και με τρεμάμενη φωνή της λέει άκουσέ με.
τον Γιώργη σου αγάπησα. Νύφη σου κράτησέ με.

Η μάνα μας ξαφνιάστηκε, την έβγαλε στο κλάμα,
γιατί δεν επερίμενε ν' ακούσει τέτοιο πράμα.

Τα δάκρυα της μάνας μας που πέφταν σαν ρουμπίνια
στα απαλά της τα μαλλιά θερμές ευχές εγίναν.



Λέει τζη: Κόρη μου ακριβή αγάπη του υγιού μου,
δική σου είν' η αγάπη μου κι οι τοίχοι του σπιτιού μου.

Το κλάμα εξεφώνησε σαν το μωρό η δασκάλα
και φίλησε τη μάνα μας κι είπε δεν θέλω άλλα.

Εσφιχταγγαλιαστήκανε κι όρθιες σηκωθήκαν,
αμίλητες, ακίνητες ώρα πολλή σταθήκαν.

Όποιο η αγάπη το γλυκό πιοτό έχει ποτίσει,
ας το λογιάσει έτσα στιγμή  ανέ μπορεί να σβήσει.

Ετσά ως ήταν αγκαλιαστές κουμπήσαν στα ρουκούνια
και γλυκοκοιμηθήκανε σαν δυο μωρά στην κούνια.

Τις ξύπνησε ο ερχομός, το ζάλο του πατέρα,
που ξαφνιασμένος ρώτησε: τι τρέχει θυγατέρα;

Εδείλιασε, δεν μίλησε η κόρη όπως στη μάνα.
σηκώθηκε του σίμωσε σιγά σιγά με κλάμα.

Τα χέρια του με σεβασμό πήρε και φίλησέν τα
και ύστερα πάλι κάθησε δεν άρχισε κουβέντα.

Μονάχα με τα μάθια τζη έδειξε τη μητέρα,
σαν να του έλεγε αυτή ρώτα αν θες πατέρα.

Ο κύρης μας που από καιρό εθώριε το παιγνίδι,
γλυκά τση χαμογέλασε και δίπλα τζη καθίζει.

Την αγκαλιάζει στοργικά και γλυκοφίλησέν τη
κι αν αγαπά τον Γιώργη μας, αλήθεια ρώτησέν τη.

Αυτή σηκώθηκε όρθια στον ουρανό ξανοίγει,
τα χέρια τζη στο μπέτη  τζη βάζει κι ευθύς αρχίζει:

Όλες οι αισθήσεις μου πολύ τον Γιώργη αγαπάνε
κι ανέν  προδώσω τη φιλιά τα όρνια να με φάνε.

Ανέν προδώσω τη φιλιά και την αγάπη που 'χω
στο Γιώργη, μαύρη να γενώ σαν το βαμμένο ρούχο.

Εδάκρυσε ο κύρης μας τα χέρια τζη χαϊδεύει,
δεν θέλει άλλο να του πει, άλλο δεν τζη γυρεύγει.

Αμίλητοι εμείνανε κι οι τρεις για λίγη ώρα
κι η σκέψη τους ταξίδεψε στον Γιώργη μας στην χώρα.

Από εκείνη τη στιγμή έγινε  η δασκάλα,
το έχτο παιδί της μάνας μας κι όλα 'ταν μέλι γάλα.

Όχι μ' αρραβωνιάσματα, μεγάλες υποσχέσεις,
μόνο η αγάπη κι η φιλιά εδέσανε τις σχέσεις.

Και επερνούσε ο καιρός με ομορφιά και χάρη
κι όλοι ποκαμαρώνανε το ταιριαστό ζευγάρι.

Ένα ζευγάρι αγαπητό με χάρες προικισμένο,
με μια αγάπη, μια φιλιά, με σέβος ενωμένο.

Ο Γιώργης στο Ηράκλειο φοιτούσε στο ωδείο
και κάθε χρόνο ήτανε ο πρώτος με βραβείο.

Και επερίμενε ο καιρός κι ο χρόνος να περάσει
να παντρευτεί την κοπελιά μαζί της να γεράσει.

Μα έγραφε το ριζικό αυτή η ευτυχία,
να γίνει πόνος και καημός, μεγάλη δυστυχία.


Χρόνια τρία περάσανε ώσπου να έρθει η μπόρα
και να χαλάσει η φιλιά μαύρα να γίνουν όλα.

Του Γιώργη φίλος είπε του ψέματα και μεγάλα,
πως είχε φίλο κι έπαιζε με άλλο η δασκάλα.

Κι είναι τ' ανθρώπου φυσικό αγάπη άμα χάνει
ο πόνος, το παράπονο στην τρέλα να τον βγάνει.

Καιρό δεν ήρθε στο χωριό με κλάματα περνούσε
τις μέρες του κι απάλευτος καημός τον τυραννούσε.

Αν είν' αλήθεια ότι 'πανε του Γιώργη δεν κατέχω,
κανείς δεν έμαθε ποτέ γνώση σ' αυτό δεν έχω.

Όλοι ρωτούν να μάθουνε η αφορμή τους ποια 'ναι
και κλαίνε και  σε άνθρωπο ποτέ να μη μιλάνε.



Μέρες δεν πέρασαν πολλές και παίρνει η δασκάλα
τον δρόμο για Ηράκλειο με γρήγορα τα ζάλα.

Κανείς δεν έμαθε ποτέ όταν συναντηθήκαν
τι έγινε, τι κάμανε, ο γεις τ' αλλού τι  είπαν.

Εγιάγειρε η κοπελιά εις το χωριό κλαμένη
εκλείστηκε στο σπίτι της μέρες σκολειό δεν πχιαίνει.

Η μάνα και ο κύρης μας ψάχνουν την αφορμή τους,
αλλά ποτέ δεν μίλησαν, να μάθομε κανείς τους.


Και γίναν όλα θλιβερά σαν του Γεννάρη μπόρα,
να κλαίει η κόρη στο χωριό κι ο Γιώργης μας στη χώρα.

Δικοί και φίλοι προσπαθούν καιρό να τους φιλιώσουν,
μ' αυτοί δεν καταδέχτηκαν τα χέρια τους να δώσουν.

Τέλειωσε ο χρόνος του σχολειού κι έφυγε η δασκάλα
απ' το χωριό, δεν γύρισε ποτέ τα ίδια ζάλα.

Στα Άκρια την πήγανε του χρόνου να διδάξει
και στ' Αντισκάρι χάθηκε η ομορφιά κι η τάξη.

Κι αφού δεν το μπορέσανε να ξαναφιλιωθούνε
χωρίσανε παντοτινά κι ότι 'θελα τους βρούνε.

Σε λίγα χρόνια η κοπελιά παντρεύτηκε ένα φίλο
του Γιώργη μας και μείνανε όσοι τ' ακούσαν ξύλο.

Και τη ζωή τζη έζησε ,ως λένε,  ευτυχισμένη
κι ο Γιώργης κλαίει και πονεί για μια φιλιά χαμένη.

Κι είναι μαρτύριο ν' αγαπάς, να κλαις για μια αγάπη,
να μην στειρεύει ένα λεπτό στα μάθια σου το δάκρυ.

Του Γιώργη δεν του άρεσε να ξαναζήσει πράμα
στον εαυτό του κλείστηκε και ζούσε ένα δράμα.

Νύχτα και μέρα το βιολί παίζει και δεν κοιμάται
και μόνος σιγοτραγουδεί τσ' αγάπης του θυμάται.



Και το να ζει με στεναγμό με τον καημό και πόνο
εγίνηκε φυματικός σιγά σιγά στο χρόνο.

Που 'χει παιδιά και τ' αγαπά και ζει αυτό το δράμα
θα καταλάβει και θα δει το τι τραβούσε η μάνα.

Να βλέπει κανακάρη γιο να λειώνει μες στη φθίση
να προσπαθεί να μην μπορεί να τόνε βοηθήσει.

Γιατί αυτή την εποχή  άδικους κόπους κάνουν,
δεν είχανε τα γιατρικά τη φθίση για να γιάνουν.

Κι έγινε ζωντανός νεκρός ο Γιώργης στο κρεβάτι
και το βιολί του έπαιζε  πάντα με μαύρο δάκρυ.

Όλοι μας προσπαθούσαμε να μην μας αποθάνει
και καθαείς μας φρόντιζε ότι μπορεί να κάνει.

Τα χρόνια επερνούσανε με πόνο και οδύνη,
για μας δεν ήταν τίποτε χαρά που να μας δίνει.

Με το κουράγιο και καιρό λιγόστεψαν οι πόνοι
κι ο άρρωστός μας άρχισε λίγο να αναρρώνει.

Και μπόρεσε σιγά σιγά να πάει στο ωδείο,
να πάρει το πτυχίο του, αυτό το μεγαλείο.

Μα η αρρώστια συνεχώς τον παρατυραννούσε
και τίποτα μες στη ζωή να κάμει δεν μπορούσε .


Ως ότου βγήκε φάρμακο και γιάτρευε τη φθίση
και εγιατρεύτηκε κι αυτός χρόνια πολλά να ζήσει.

Μα στην πληγή άλλη πληγή τον πόνο ποιος αντέχει,
μέσα στο δρόμο της ζωής χαρούμενος να τρέχει.

Και την αγάπη που 'χασε, δεν τήνε σβήνει ο χρόνος
και πήρε την απόφαση να ζήσει πάντα μόνος.

Εις τα  Πλαθειά Περάματα σε ένα ξεροπέτρι
επήγε και κατοίκησε τον κόσμο να μην βλέπει.



Και μέρα νύχτα το βιολί έπαιζε για τ'  αγρίμια,
που τόνε τριγυρίζανε κι ακούγαν τα ταξίμια.

Κι αντιλαλούσαν τα βουνά, οι λαγκαδιές, τα δάση
και τρόμαζε νυχτιάτικα όποιος πρωτοπεράσει.

Χρόνια πολλά αμοναχός έζησε με τ' αγρίμια,
τον πόνο του με κοντυλιές έλεγε και ταξίμια.

Γιατί 'τανε μοναδικός μεγάλη  είχε χάρη,
και τους νεκρούς ανάστηνε με το γλυκό δοξάρι.

Το μόνο που του άρεσε μα δεν το φανερώνει,
καινούργιευε τον πόνο του αντί να τον παλιώνει. 

Τη μέρα που εγνώρισε την όμορφη δασκάλα
την έκαμε μέρα γιορτής. Δεν τόνε νοιάζουν τ'  άλλα.


Και κάθε χρόνο τα πουλιά, φώναζε και τ' αγρίμια
κοντά του και ολονυχτίς τους έπαιζε ταξίμια.

Μα όπως όλα τα χαλά και τα τελειώνει ο χρόνος,
ήρθε του Γιώργη η ώρα του για να πεθάνει μόνος.

Στο ξεροπέτρι τσ' ερημιάς που χρόνια μόνος ζούσε
και το βιολί του έπαιζε και σιγοτραγουδούσε

Πήγαν τ' αγρίμια, τα πουλιά στο ψυχομάχημά του,
με κλάματα εκλείσανε νεκρά τα βλέφαρά του.

Λυπητερά τραγούδησαν, κελάηδησαν κλαμένα
και σ' ένα μοιρολογητό είπανε μαζεμένα:

Σταυρουλογιώργη αϊτέ, μπλιο ας μην ξημερώσει,
χαρούμενο ξημέρωμα ποιος θα μας ξαναδώσει.

Θα πάρομε το σώμα σου και μ' όλα τα φτερά μας,
θα το σφιχταγκαλιάσομε να γίνει η ζεστασά μας.

Δικό σου αίμα κι αναπνιά να ξαναζωντανέψεις,
έστω μονάχα μια αυγή βιολί να ξαναπαίξεις.



Και προσπαθήσαν τα πουλιά το σώμα να ζεστάνουν,
μα ο θάνατος είναι θάνατος κι άδικους κόπους κάνουν.

Κι αρχίνησαν σιγά σιγά κλαμένα να μισεύγουν
σε τόπους άλλους μακρινούς χωρίς χαρά να φεύγουν.


Κι έμεινε ο τόπος που ο αϊτός  μόνος εζούσε χρόνια,
άχαρος, έρημος, βουβός βουβάθηκαν τ' αηδόνια.

Αυτή 'τανε η μοίρα ντου χωρίς χαρά να ζήσει,
κι απ' τη ζωή πως πέρασε χνάρι να μην αφήσει.

Τση μάνας μας τα κλάματα νύχτες και μεσημέρια,
εφτάσανε αόρατες κολώνες ως τ' αστέρια.

            Σταυρουλονικόλας
   Πλατειά Περάματα Αντισκαρίου

          Απρίλης 2001

Φίλε Νικόλα,

Ήθελα να σου το τυπώσω και να σου το φέρω στα Πλατιά Περάματα να σου κάνω έκπληξη όπως και με τον  ΑΤΖΟΥΜΠΑΛΟ, όμως η μοίρα το θέλησε αλλιώς και σου το φέρνω τυπωμένο στον τελευταίο μας αποχαιρετισμό.
  ΠΟΙΗΤΗ, ΚΑΛΟ ΔΡΟΜΟ
στέλιος κωστή σπυριδάκης Νέα Αλικαρνασσός 25-09-09 




                              
ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΙΠΕΡΑΚΗΣ  (Μαστρομανώλης)

 Ένα βιβλίο Τέχνης, καλής Τέχνης, όπως θα λέγαμε καλλιτεχνίας. Ο συγγραφέας δεν έχει και τόσο πολύ σχέση με το γράψιμο στο χαρτί. Ο συγγραφέας Μανόλης Πιπεράκης (Μαστρομανώλης) γράφει γράμματα κτίζοντας πέτρες.  Μια πέτρα απελέκητη είναι μια πέτρα όπως είναι όλες οι άλλες, που είναι γεμάτος όλος ο χώρος της Ελλάδας, ο οποίος ως γνωστό  είναι ορεινός με ελάχιστες πεδιάδες. Είναι όπως χαρακτηριστικά λέμε ένας τσούρλος. Μια πέτρα όμως πελεκημένη και καλοχτισμένη δεν είναι όποια κι όποια. Μια πελεκημένη πέτρα αν είναι και καλοκτισμένη σε καλοσχεδιασμένη οικοδομή, είναι μια πέτρα με προσωπικότητα. Η πέτρα αυτή έχει μυστικά που τα φανερώνει σε όσους ξέρουν να τα διαβάζουν, έχει και φωνή και την ακούν όσοι έχουν εξειδικευμένο αυτί. Λέει, ποιος την πελέκησε, ποιος την έχτισε, πότε, που και γιατί και μας μαθαίνει την ιστορία της εποχής της αφότου πελεκήθηκε.  Οι πέτρες των αρχαίων μας προγόνων μας διδάσκουν Ιστορία, Φιλοσοφία, Αρχιτεκτονική, Μηχανική, Φυσική και Πολιτισμό. 
   Ο Μαστρομανώλης από μικρό παιδί χτίζει πέτρες από μεράκι. Το είχαν διαγνώσει και οι δάσκαλοι του στο Δημοτικό σχολειό. Ο πατέρας του δεν του στάθηκε εμπόδιο. Τον έδωσε ως Υπουργό σε μάστορα καλό. Ο μάστορας δεν του έκρυψε κανένα μυστικό της Τέχνης, του τα φανέρωσε όλα και επέμεινε να του τα μάθει καλά.
   Ο Μαστρομανώλης δεν θέλει να χαθούν τα μυστικά αυτά, γιατί η αρχέγονη αυτή τέχνη είναι δοκιμασμένη στο διάβα των χιλιετιών και πήρε άριστα. Τα σημερινά δεδομένα με το μπετόν αρμέ παρά την τρομερή τους αντοχή δεν είναι δοκιμασμένα μακροχρόνια.
   Ο Μαστρομανώλης έχει καταγράψει την Τέχνη του στο βιβλίο του. Το βιβλίο του έχει εκδοθεί σε δεύτερη έκδοση και πωλείται στα βιβλιοπωλεία σε όλη την Ελλάδα σε προσιτή τιμή.
   Ο Μαστρομανώλης δεν αρκείται στο βιβλίο γιατί η κάθε τέχνη εκτός από την θεωρία έχει και την πράξη, για να ολοκληρώσει την προσφορά του δημιουργεί ομάδες εκμάθησης σε όλη την χώρα. Οι μαθητές του είναι ως επί το πλείστον μηχανικοί και αρχιτέκτονες. Τα μαθήματα αυτά τα κάνει άνευ αμοιβής, όσα δε τα κάνει στο χωριό του στις Πάνω Ασίτες τον επιβαρύνουν οικονομικά με το φαγητό των μαθητών του.
   Ο Μαστρομανώλης μπορεί να μην έχει μεγάλη σχέση με το γράψιμο, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να δίδει διαλέξεις με ακροατήριο από  μηχανικούς και αρχιτέκτονες στα διάφορα επιμελητήρια όπου τον προσκαλούν.    
 Ο Μαστρομανώλης κτίζει φούρνους και τζάκια τα οποία δεν καπνίζουν και αποδίδουν όλη την θερμότητα στον χώρο με φυσική αεροκίνηση. Σχεδιάζομε να χτίσομε μαζί ένα τοίχο που να στηρίζεται στον αέρα σε ευθεία γραμμή και χωρίς τόξο, έτσι που  το βάρος να  εξουδετερώνεται με την εκτροπή των δυνάμεων προς τα πλάγια. Δεν το είχε υπόψη του, του είπα ότι ο τοίχος αυτός υπάρχει ήδη στο Άγιο όρος.  Πήγε στο Άγιο Όρος τον είδε, τον φωτογράφισε και έφερε την φωτογραφία. Είναι μάστορας από εκείνους που κάνουν χου.

                                                                      
                                                                            
Το βιβλίο του Μαστρομανώλη (Μανώλη Πιπεράκη) του αριστοτέχνη μάστορα και εξαιρετικού ανθρώπου. 
   Η παρουσίαση του βιβλίου δεν είναι ΔΙΑΦΗΜΗΣΗ, είναι πραγματική καλλιτεχνική έρευνα και εισχώρηση στην παράδοση του τόπου μας. Το άγχος του Μαστρομανώλη για την διατήρηση, συντήρηση και συνέχιση της παράδοσης με βρίσκει απόλυτα συντονισμένο. Η παράδοση δυστυχώς κάθε μέρα χάνει κι ένα μετερίζι της σε όλους τους τομείς, από τα σπίτια, την ένδυση – υπόδηση, διαιτολόγιο, τρόπο ζωής και συμπεριφοράς κι αυτό σημαίνει αποδυνάμωση της κοινωνίας μας.  Βρεθήκαμε σε δύσκολες συγκυρίες, δύσκολους καιρούς και κακές συνθήκες. Κινδυνεύει η εθνική μας υπόσταση και μια επιστροφή στις ρίζες μας θα αποτρέψει πολλούς κινδύνους.  ΣΚΣ

__________________________________________________________________________________________________________________________________________






Η Μάχη της Κρήτης όπως την τραγούδησε ο Μεγάλος Ηρακλειώτης Ποιητής ΜΑΝΩΛΗΣ ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗΣ,               
O Μπαρμπέρης του Μεγάλου Κάστρου.


   Ο Δερμιτζάκης σε σκίτσο του βιβλίου του ΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΜΟΥ

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Ορθή, με τη ματιά στετή
ξανέμισε τη χαίτη
η Κρήτη και περήφανη
την αναπνιά κρατεί,
φωτιά καυτή όπου πέφτει,
με το βαρύ το πόδι της
κάτω τη γης πατεί.


Ασπρογαλάζια φορεσιά
σκεπάζει το κορμί της,
ολόρθη και το πέλαγος                 
ασάλευτη ως κτυπά,
τη μπόρα καθώς χύνεται
και παίρνει την ορμή της,
το χαλασμό και την ερμιά         
ολούθε όπου περνά!

Σάλεψε η γη συθέμελα
κι αξέχαστό `ναι η ώρα.
Ως με τα` ατσάλινα πουλιά
γιόμις` ο ουρανός,
ακρίδα λες ξερνοκοπούν-
μαγαρισμένη ψώρα
τα στίφη τ` όπως ρίχνεται
ο μισητός οχτρός.

Με μιας βρόντηξε σύγκορμος
ο γέρω-Ψηλορείτης,
μούγκρισαν, τριζοκόπησαν
τα Όρη τα Λευκά,
ξανάψαν, φλογοκόπησαν
τα χώματα της Κρήτης
κι ολόρθο τα` άμοιρο νησί
ξαρμάτωτο χτυπά!

Κι ως λυσσασμένο μοναχό
με ξύλο, με δικράνι
στα χέρια του, κι ένας λαός
χυμάει και πολεμά.
Όλος ο κόσμος στάθηκε,
Τα χείλη του δαγκάνει
ως ξαφνιασμένο, τρομερό
τον βλέπει να χυμά!
                        
Μα δες τε τ` ολομάτωτο.
Αλλοί! Στη ρημαγή του!
Λύγισε σε δαφνόκλαρα
κι έπεσε σε σμυρτιές,
κι η δόξα πάντ` απόκοντα            Δορυφορική εικόνα της Κρήτης
γονατιστή μαζί του,    
με το νερό τ` αθάνατο
του πλένει τις πληγές.


Ο ΓΕΡΟ-ΜΑΝΩΛΙΟΣ

     Εμείς στη Κρήτη κάθε Μάη,            Δορυφορική εικόνα της Κρήτης
την Άνοιξη γιορτάζομε αλλιώς.
Η μνήμη μας σ` αγώνες πάει,
που έκανε ο Γερο-Μανωλιός.

      Μ` ένα δρεπάνι, την μαγκούρα,
με την αξίνα και την πέτρα,
και οχτρός τα βρήκε σκούρα
κι η λογική εβγήκε ψεύτρα.

Και πέσαν οι οχτροί χιλιάδες
ριγμένοι από τον ουρανό,
κι η Κρήτη με τις κουζουλάδες,
τους στέλνει πίσω το πουρνό.

Κοπρίσανε τα χώματα τα άγια,
κι οι ρίζες του δεντριού της Λεφτεργιάς
πήρανε δύναμη στα πλάγια
που ήταν λημέργια αντριγιάς.

Εμείς τον Μάη κάθε χρόνο
όλοι γινόμαστε παιδιά
κι η Κρήτη μας προστάζει μόνο
που της φοράμε κατακόκκινα σκουτιά.

Κρύβοντας αίματα και φλόγες
μες το πυρό το ηλιοφώς
κι ως τρέχουν τα κρασιά οι ντόγες
του πεντοζάλη αρχίζει ο χορός.

Κι αρχίζει σιγανό το βήμα
λες κι είναι αύρα απαλή
ως πάει κι ΄ρχεται το κύμα
και την στεριά γλυκοφιλεί.

      Κι ως του κρασιού η αεράδα
κλουθά της λύρας τον σκοπό
Η Κρητικιά ασκώνεται σβελτάδα
κι έλα σου λέει να σου πω.

Κι αναπετούν τα σβέλτα πόδια
ως σαλτοδέρνονται στη γη
κι είναι της Κρήτης μας τα λόγια
που ρέουν σαν αστείρευτη πηγή.
       Κι όσοι την γλώσσα την κατέχουν
βλέπουν κι ακούνε τον σκοπό
και στον πεντόζαλο συντρέχουν,
της Κρήτης λένε ΣΑΓΑΠΩ.

Κι η Κρήτη τότε αναταράζει
-τα λόγια της αρέσουν τα γλυκά-
ανοίγει τα φτερά της και σ` αρπάζει
και στα ουράνια σε πετά.



Και νοιώθεις ρίγη υπερηφάνειας
μέθη τ` αψήλου ηδονική.
Δώρα της Κρήτης της ουράνειας.
Να πώς γλεντούμε οι Κρητικοί.
       Εμείς στη Κρήτη κάθε Μάη
την Άνοιξη γιορτάζομε αλλιώς.
Της Κρήτης η ιδέα αν σε φάει,
εσύ `σαι ο Γέρο-Μανωλιός.-      στέλιοσκωστήσπυριδάκης

Λεπτομέρεια από το έργο του Ηλία Λαζαρίδη η απελευθέρωση του Προμηθέα.


                                                                        
                                                                       Σήφης Κοσόγλου
                                                         





                  Κάτοικος Εθνικής Αντιστάσεως
                    Του Σήφη Κοσόγλου


   Σε μια εποχή που «πολλοί αφέθηκαν και ενδίδουν» κατά την Καβαφική έκφραση, θεωρώ μεγάλο ευτύχημα που είμαι – και το νιώθω – κάτοικος Εθνικής Αντιστάσεως…
   Ευλογημένες οι ώρες τα πρωινά της Άνοιξης σαν βγαίνω στο Ανατολικό μπαλκόνι να πιω τον καφέ μου. Μεθώ κυριολεκτικά απ` τις μοσκοβολιές των λεμονανθών και των πορτακαλανθών που είναι στην αλάνα…
   Γλυκαίνει η ψυχή μου απ` τα παραπονιάρικα κελαηδήματα των κοτσιφιών που φωλιάζουνε στα δέντρα…
   Ευλογημένες κι οι απογευματινές ώρες στο Δυτικό μπαλκόνι πλημμυρισμένες απ` τις μοσχοβολιές του γιασεμιού…
   Κι ακόμα πιο ευλογημένες οι ώρες που κοιτάζω αχόρταγα στα μάθια τις ολάνθιστες κουτσουπιές με τα χιλιάδες μωβ ανθάκια καρφιτσωμένα πάνω στο κορμί τους.
   Το καλοκαίρι αντάρτες κατακόκκινοι οι επαναστατημένοι ιβίσκοι παρατάσσονται μπρος στα μάθια μου.
   Συχνά, τα πρωινά αφήνω πίσω μου την Εθνικής Αντιστάσεως κι οδεύω για δουλειές στην καρδιά της πόλης μου.
   Ανηφορίζω προς το Καπετανάκειο – το σκολειό που φώτισε την ψυχή μου…
   Καλημερίζω αριστερά μου τον ελευθερωτή της πόλης το Νικηφόρο Φωκά και δεξιά τον Εθνάρχη Ελευθέριο Βενιζέλο…
   Περνώ απ` την πλατεία Ελευθερίας, την πλατεία των συλλαλητηρίων, των αγώνων και των πολιτικών συγκεντρώσεων…
   Πλατεία Λιονταριών στην συνέχεια – Κρήνη Morosini … Σήμα κατατεθέν της πόλης μας…
   Πεζοπορία στη Χάνδακος και νάμαι ξανά σε χώρο γνώριμο κι αγαπημένο… Στο δικό μου μπαλκόνι ελευθερίας… Το χώρο του λιμανιού… Καταντικρύ του Κρητικού Πελάγους… Πλάι στον αγαπημένο μου Κούλε… Στη θάλασσα των γλάρων… Του ταξιδιού… Της αποδημίας του ονείρου…
   Δεκάδες βάρκες και καΐκια λικνίζονται και λιάζονται ανέμελα στην αγκαλιά του λιμανιού… Πλοία πάνε κι έρχονται… Τα βλέπω και τα ζηλεύω… Θέλω να φύγω μαζί τους κι εγώ…
      Σαλπάρουν, φεύγουνε καθ` ώρα τα καράβια
      Κι εγώ πετρώνω, εδώ στου λιμανιού την άκρη,
      καυτό στα μάθια μου πάντα κυλά το δάκρυ
      Χωρίς ταξίδι νιώθω η ζωή μου νάναι άδεια…
   Χαζεύω τα ταξιδεύοντα στο κενό δελφινάκια στην Πλατεία 18 Άγγλων, περπατώ  τον αγαπημένο δρόμο της 25ης Αυγούστου, λέω ένα γεια στον Άγιο Τίτο και τον Άγιο Μάρκο κι επιστρέφω να κουρνιάσω ξανά στη ζεστή αγκαλιά του σπιτιού στην Εθνικής Αντιστάσεως…


 














                         Στέλιος Κωστή Σπυριδάκης @ Σήφης Κοσόγλου φωτογραφία από το κομπιούτερ στο γραφείο μου.
 
 
Στέλιος Σπυριδάκης
Την είσοδό μου στο ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ στο f/b  χαιρέτησα με τους παρακάτω στίχους.
Χίλια καλώς σας εύρηκα φίλοι καλαμαράδες
και θα τα λέμε με πεζά, αλλά και μαντινάδες.
Έχει ο ΛΟΓΟΣ δύναμη και ομορφιά και χάρη
όταν τον κάνεις βολικό ο άλλος να τον πάρει.
Μα δυστυχώς τον στίχο μου θέλησα να πουλήσω
και όλοι εις την αγορά με πήραν από πίσω.
Επήγα στους φουρνάρηδες, κρατούσα δέκα στίχους,
κι αυτοί με αποπήρανε: Βρε άσε μας ησύχους.
Μετά επήγα ντροπαλά και στον λαχανοπώλη.
Του πρόσφερα τους στίχους μου! Την Ποίησή μου όλη!!!
Μα δεν εκαταδέχτηκε μήτε να την κοιτάξει,
πρόλαβα και την έπιασα να μην μου την πετάξει,
στο δρόμο στα λασπόνερα και μου τηνε λερώσει,
γιατί ποιος θα την έπαιρνε φαγάκι να μου δώσει;
Με τρόπο την μοστράρισα και στο κρεοπωλείο
κι ο κερατάς απάντησε: δεν είναι ‘δω Ωδείο.
Και μ‘ έδιωξε κακήν κακώς από το μαγαζί του,
Δεν επιτρέπει, λέει, αυτός να παίζουνε μαζί του.
Κι επήρα τα στιχάκια μου τα πήγα εις το σπίτι,
ο πόνος μου αβάσταχτος και η ψυχή μου φρίττει.
Δύο στιχάκια έν‘ αυγό, τρία ένα καρβέλι,
θαρρώ είναι καλή τιμή και ο Θεός το θέλει.
Περάστε κόσμε στο ραμπέ, να πάρετε στιχάκια,
δώστε ψωμί, δώστε αυγά, δώστε και λαχανάκια.
Περάστε κόσμε στο ραμπέ με Ποίηση μεθύστε,
Στο κάτω-κάτω δώσετε «ότι να προαιρείστε».
Ετσά λογιώ διαλάλησα, μα όμως πελατεία,
Δεν βρήκα, δεν συνάντησα σ‘ αυτή την Πολιτεία.
Γιαυτό σου λέω φίλε μου, για τη φτωχή μου ρίμα,
Μην την φοβάσαι εντελώς γιατί θα είναι κρίμα.
Τώρα που σου εξήγησα την ρίμα μου την στείρα,
Ζητώ σου συμπαράσταση εις την κακή μου μοίρα.
Αν άκουσες, αν έμαθες στίχους κανείς πως θέλει,
Καλοί ‘ναι, πες, οι στίχοι μου κι εγώ καλό κοπέλι.
Τους δίδω σε καλή τιμή και βερεσέ αν τύχει,
Τους δίδω και με το κιλό, το μέτρο και τον πήχυ.
Κι αν τον συβάσεις φίλε μου και έρθει και τους πάρει,
Θα είσαι το πιο έξυπνο κι ωραίο παλικάρι
Και θα σου πω ευχαριστώ δημόσια χιλιάδες
αν κάμεις τα στιχάκια μου να κάνουνε παράδες.-
στέλιοσκωστήσπυριδάκης


                               





Μια Ελβετίδα εξηγεί γιατί τόσο η ίδια, όσο και οι Ευρωπαίοι μισούν τους Έλληνες.

Μέσα από τiς σελίδες ενός βιβλίου, με τίτλο «Σκυλάνθρωποι» μια Ελβετίδα εξηγεί γιατί τόσο η ίδια, όσο και οι Ευρωπαίοι μισούν τους Έλληνες.

Μάλιστα, δίνει ...την δική της απάντηση στο γιατί συμπεριφέρονται όλοι με «άθλιο» τρόπο στον ελληνικό λαό!

Ωστόσο, μεταξύ άλλων, εκμυστηρεύεται ότι παρόλο που υπάρχει ένα συναίσθημα μίσους από την πλευρά της, την ίδια στιγμή θαυμάζει και σέβεται το ελληνικό πνεύμα και τους αρχαίους Έλληνες.

«Τα ζώα δεν συγχωρούν ποτέ στον άνθρωπο τη βελτίωση της συμπεριφοράς τους, γιατί νιώθουν ότι αυτή η βελτίωση τ' απομακρύνει από τη φύση τους. και όποτε δίνεται η ευκαιρία το μίσος εκρήγνυται»

«Είναι ακριβώς αυτό που συμβαίνει μ' εμάς τους Ευρωπαίους και τους Έλληνες! Αν υπάρχει μια φυλή στον κόσμο που κυριολεκτικά τη μισώ αφόρητα, αυτή η φυλή είναι οι Έλληνες»! Και τεκμηριώνει την άποψή της λέγοντας ότι στα γυμνασιακά της χρόνια ένιωθε "ψυχικά καταπιεσμένη" γιατί "Οι Σοφοί μας Δάσκαλοι δεν μας δίδαξαν τίποτα που να μην το είχαν ήδη Ανακαλύψει, Εξηγήσει,  να μην το είχαν Τεκμηριώσει, να μην το είχαν Τελειοποιήσει οι Αρχαίοι Έλληνες"! Κι αν κάποτε ανέφεραν κανένα άλλον συγγενή της Γνώσης και της Σοφίας, που δεν ήταν Έλληνας, στο τέλος πάντα κατέληγαν ότι η Γνώση του και η Σοφία του ήταν βασισμένη επάνω στη Σοφία κάποιου Έλληνα Φιλόσοφου! Σιγά σιγά ένιωθα πως οι Γνώσεις μου, οι Σκέψεις μου, τα Αισθήματά μου, η Προσωπικότητά μου, ο Κόσμος μου, η Ύπαρξή μου ως το πιο έσχατο κύτταρό μου ήταν όλα επηρεασμένα, ήταν ταγμένα σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε " *Η Φιλοσοφία των Αρχαίων Ελλήνων*"!

«Ένα φλογερό μίσος για καθετί το ελληνικό»! «Αργότερα στο πανεπιστήμιο, η κατάσταση έγινε δραματική. Ο Ασκληπιός από τη μια, ο Ιπποκράτης απ' την άλλη! Ο Γαληνός τη μια μέρα, ο Ορειβάσιος την επομένη! Αέτιος το πρωί, Αλέξανδρος Τραλλιανός τ' απόγευμα! Παύλος ο Αιγινίτης από 'δω, Στέφανος ο Αθηναίος από 'κει. Δεν μπορούσα ν' ανοίξω βιβλίο χωρίς να βρω μπροστά μου την ελληνική παρουσία. Δεν τολμούσα να πιάσω στα χέρια μου λεξικό για να βρω μια δύσκολη, σπάνια, μια χρήσιμη, μια έξυπνη, μια όμορφη, μια μεστωμένη λέξη. Όλες ελληνικές! Και άλλες αμέτρητες σαν την άμμο των θαλασσών και των ποταμών, ελληνικής κι αυτές προέλευσης! Πρόκειται για φαινόμενο ομαδικό! Έτσι αισθανόμαστε λίγο πολύ όλοι μας απέναντι στους Έλληνες. Τους μισούμε όπως τα ζώα τους θηριοδαμαστές. Και μόλις μας δίνεται η ευκαιρία χιμάμε, τους δαγκώνουμε και τους κατασπαράζουμε. Γιατί στο βάθος ξέρουμε ότι κάποτε είμαστε ζώα μ' όλη τη σημασία της λέξης κι είναι αυτοί, οι Έλληνες, πάλι οι Έλληνες, πάντα οι Έλληνες, που μας εξώσανε από τη ζωώδικη υπόσταση και μας ανεβάσανε στην ίδια με τους εαυτούς τους ανθρώπινη βαθμίδα! Δεν αγαπάμε κάτι που θαυμάζουμε. Ρίξε μια ματιά στην ιστορία και θα
Μία Ελβετίδα εξηγεί με ένα βιβλίο γιατί μισεί τους Έλληνες


διαπιστώσεις ότι όλοι οι Ευρωπαίοι, με αρχηγούς τους Λατίνους και το Βατικανό, λυσσάξαμε να τους εξαφανίσουμε τους Έλληνες από το πρόσωπο της γης! Δεν θα βρεις και δεν θα φανταστείς συνδυασμό και εγκλήματος, πλεκτάνης και παγίδας που δεν το σκαρφιστήκαμε και δεν το πραγματώσαμε για να τους εξολοθρεύσουμε! . η ιστορία με το μίσος κατά των Ελλήνων δεν ξέφτισε. Ο σύγχρονος πολιτισμένος άνθρωπος είναι ο ίδιος και χειρότερος. Δεν θα επιτρέψει ποτέ το Βατικανό, να επιβιώσει στην αυλόπορτα της Ευρώπης, στα πλευρά της Ασίας και στο κατώφλι της Αφρικής ο Ελληνισμός γιατί θεωρούν ότι τους αφαιρούμε Σεβασμό και Κύρος!

Για αυτό παρόλο που τους μισώ, γιατί δεν προέρχομαι από τη φυλή τους, δεν μπορώ να μη τους θαυμάζω και να μη τους σέβομαι και θα συνεχίσω να Μελετάω τον Πλάτωνα, τον Σωκράτη και τον Περικλή όσο θα ζω, διδάσκοντας στα παιδιά μου τη Δύναμη της Σοφίας τους και την επιρροή της στη Ζωή μας και στην Ευτυχία μας!».
Δυσκολη Θαλασσα η Ζωη
 Ο τέως νομάρχης Ηρακλείου Δημήτρης Σαρρής, η Ελένη Σπυριδάκη και ο Στέλιος Κωστή Σπυριδάκης ενώ απαγγέλει το ποίημα «Ζωγραφίζω».


Αετοί και φάλκονες εξορμούν με κατεύθυνση τις αξέχαστες πατρίδες








                     
Η πρόσοψη του γλυπτού στον εξωτερικό χώρο του ΟΙΚΟΜΟΥΣΕΙΟΥ




O ΑΧΙΛΛΕΑΣ AΠΟ ΤΟΝ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟ

           Του Μανόλη Λαμπράκη

Ο Αχιλλέας ήτανε           Μυλοποταμίτης .Ζωνιανός  ήτανε, Λειβαδιώτης ήτανε ή από την Αξό ,δεν θυμάμαι και καλά.
  Στην περιοχή είχανε το έθιμο να βγάζουνε αρχαία Ελληνικά ονόματα. Παιδιά έκαναν πολλά κι αφού εξαντλούσαν τα ονόματα των παππούδων και των πιο σημαντικών θείων της οικογενείας, έβγαζαν ονόματα αρχαία ελληνικά .  Φτώχεια μεγάλη  ήτανε τότε στο Μυλοπόταμο τη δεκαετία του 60  και ο Αχιλλέας αναζήτησε την τύχη του στο Ηράκλειο .
Την εποχή εκείνη, η πόλη ήτανε σε ανάπτυξη και δεν είχε πάρει τις διαστάσεις που έχει σήμερα. Έκαμε πολλές δουλειές του ποδαριού και δούλευε σαν βαστάζος στο λιμάνι. Ανέβαζε τις βαριές βαλίτσες των ταξιδιωτών που πηγαίνανε στην Αθήνα από την ολόρθη απότομη και ψηλή σκάλα των πλοίων της εποχής εκείνης. Ψηλός ένα και ογδόντα πέντε, με φαρδιές πλάτες και τεράστιες χερούκλες, σήκωνε δύο βαλίτσες βαριές κι   έβαζε άλλες δυο μικρές ,κάτω από τις μασχάλες του και σαν να κουβαλούσε πούπουλα ,ανέβαινε με μεγάλες δρασκιελιές την απότομη σκάλα..
Πέρασαν χρόνια κι ο Αχιλλέας μεγάλωσε, κουράστηκε κιόλας κι αποφάσισε να κάμει τον επιχειρηματία. Άνοιξε ρακάδικο κοντά στο λιμάνι.
 Ήτανε ένα μαγαζάκι  μικρό  που χωρούσε στριμωχτά  τέσσερα τραπεζάκια. Από την ευρύχωρη πόρτα έμπαιναν οι πελάτες και κάθονταν στις ψάθινες καρέκλες. Σέρβιρε ρακί αποκλειστικά, τίποτα άλλο.  Ο ένας αποκλειστικός μεζές ήταν οι οφτές πατάτες και ο άλλος οι σταφίδες.  Στο στενό χώρο του μαγαζιού, σε μια γωνία που έκαναν οι δυο τοίχοι υπήρχε ένα παταράκι και πάνω σαυτό  είχε ένα  ηλεκτρικό φουρνάκι. Εκεί στέκονταν η συμβία του και έψηνε τις πατάτες. Ο Αχιλλέας κάθε τόσο ζήταγε φωνακτά τις πατάτες  και η σύζυγός του,  του τις πέταγε και τις έπιανε στον αέρα με τις μεγάλες χερούκλες του. .Τη ρακί την σέρβιρε  από ένα γυάλινο μπουκάλι που στην άκρη του είχε ένα μεταλλικό μακρόστενο πιπιρόλι  και με απότομες κοφτές κινήσεις γέμιζε τα ρακοπότηρα. Αν οι πελάτες ήτανε γνωστοί ή φίλοι του, κάθιζε στο τραπέζι και τους συντρόφευε στο πιοτό και τσούγκριζε με ορμή και θόρυβο  τα ποτήρια τους.
Μετά έπαιρνε μερικές σταφίδες, σήκωνε ψηλά το κεφάλι του και κοίταζε την οροφή, άνοιγε το στόμα του και άφηνε να πέφτουν από ψηλά οι σταφίδες, ακαθάριστες έτσι όπως ήταν μαζί με τα λίκια.
Ήτανε λιγομίλητος και βαρύς, μα για τους φίλους γινότανε θυσία και ότι χάρη πέρναγε από το χέρι του, σκιζόταν να σε εξυπηρετήσει.. Και φυσικά όπως όλοι οι Μυλοποταμίτες οπλοφορούσε.
Μια μέρα πήγα στο ρακάδικο με ένα φίλο μου  που ήτανε βουτυρόπαιδο. Ήτανε άψογα τα ρούχα του  και τα μαλλιά του, φορούσε κοστούμι μονίμως και γραβάτα, μίλαγε στον πληθυντικό και οι κινήσεις του ήταν λεπτεπίλεπτες .Μόλις τον αντίκρισε ο Αχιλλέας, έβγαλε ένα βραχύ αναστεναγμό, κάτι σαν μουγκρητό , με κοίταξε με σημασία και είπε. <<Τουτοσές καλλιά τανε να μην μπει επαέ μέσα. Αλλά επειδή είμαστε φίλοι, θα κάμω την παραχώρηση. >>
Ο φίλος μου  έκατσε στο τραπέζι με επιφύλαξη, ξαφνιάστηκε με την  ντομπροσύνη και την ειλικρίνεια  του καταστηματάρχη, αλλά  συνάμα στενοχωρήθηκε  και κοίταζε τον αγριάνθρωπο με περίεργο βλέμμα , σαν να κοίταζε παράξενο ζώο.
Ήτανε Αύγουστος κι  ήτανε μαυρισμένος από τον ήλιο, ήτανε κι από δικού του μαύρος. Φορούσε πάνω του ένα φανελάκι βρώμικο και φαινότανε οι πλάτες του κι οι ώμοι του τριχωτοί όπως ήτανε και με τις μεγάλες χερούκλες του σαν κουπιά, έμοιαζε να κάνει αντίθεση σε ζωγραφικό πίνακα, με τον λεπτεπίλεπτο καλοντυμένο φίλο μου.
-Κύριε Αχιλλέα τόλμησα να πω ,η πατάτα αυτή είναι λίγο άψητη. Την έβαλε στην φούχτα του και με μια κίνηση την έλιωσε, την απίθωσε πάνω στο τραπεζάκι κι είπε συγκαταβατικά.
-Κορκός είναι αυτή η πατάτα!
Πέρναγε ο καιρός κι εγώ που και που, επισκεπτόμουν το ρακάδικο του Αχιλλέα.
Ήτανε  διακοπές των Χριστουγέννων του 1975 αν θυμάμαι και καλά και έπρεπε να ταξιδέψω στην Αθήνα,  για μια επείγουσα δουλειά. .Πως να βρω εισιτήριο στην Ολυμπιακή όμως, που οι θέσεις ήταν γεμάτες κι έπρεπε να βάλεις τον υπουργό μέσον  για να το βρεις.
Σκέφτηκα λοιπόν τον Αχιλλέα. Του είπα το πρόβλημά μου και χωρίς δεύτερη σκέψη μου είπε, πως θα με εξυπηρετούσε.
Με κάλεσε να κάτσω να πιω μια ρακί και να τον  περιμένω  και θα πήγαινε, να μου το φέρει από το πρακτορείο της Ολυμπιακής. Έβγαλε την ποδιά, την πέταξε πάνω στο τεζιάκι και βγήκε με μεγάλες δρασκελιές, για να πάει να το φέρει..
Έφτασε φουριόζος στο εκδοτήριο, έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του το πιστόλι, το ακούμπησε πάνω στον πάγκο κι είπε προστακτικά
- Ένα εισιτήριο θέλω απόψε για Αθήνα!
 Η υπάλληλος κοίταξε φοβισμένη προς το μέρος του προισταμένου της ,που κάθονταν στο ίδιο γραφείο και εκείνος της έγνεψε καταφατικά.
- Άμέσως κύριε  Αχιλλέα,είπε η υπάλληλος και του έδωσε το εισιτήριο. Γύρισε στο ρακάδικο περιχαρής και μου το έφερε.
Πέρασαν κάποια χρόνια, είχα σχεδόν ξεχάσει τον Αχιλλέα. Μια μέρα ο δρόμος με έβγαλε μπροστά στο ρακάδικο. Μα διαπίστωσα πως τέτοιο μαγαζί δεν υπήρχε. Στην θέση του ήτανε ένα μαγαζάκι που πουλούσε κάλτσες.
Μπήκα μέσα και γεμάτος περιέργεια ρώτησα τι απέγινε ο άνθρωπος.
Μα η είδηση που πήρα δεν ήταν καθόλου ευχάριστη. Πάνε μήνες, που πέθανε στο νοσοκομείο από κίρρωση του ήπατος μου, είπε ο νέος καταστηματάρχης. Και με ύφος λυπημένο διαπίστωνε
Η ρακί τον ήφαε!..






                                      
Μανόλης Λαμπράκης Δ/ντής καρδιολογικής Κλινικής Νοσοκομείου Αγίου Νικολάου

              
ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ                   
                      ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

Φωτογραφία: [ video ] : Μουσείο Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου

Περιήγηση στους χώρους του Μουσείου, ενώ μιλά ο ίδιος ο δημιουργός του και καλλιτέχνες που συμμετέχουν στις εκθέσεις. Το βίντεο δημιουργήθηκε στο πλαίσιο ακαδημαϊκής εργασίας του Δημήτρη Μολουδάκη.

http://politestv.gr/index.php?id=1000&article=43 Φωτογραφία
 

Με  πλήρη επιτυχία συνεχίστηκε για 7η συνεχή χρονιά η λειτουργία του Μουσείου Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου προσφέροντας στους πολυπληθείς πλέον φιλότεχνους της πόλης μας την έκθεση ΤΕΧΝΗ ΓΕΝΟΥΣ ΘΗΛΥΚΟΥ…Αρχή φόρμας
Η αναφορά στο γυναικείο φύλλο βρήκε αφορμή από το γεγονός ότι ενώ σ ένα παλιότερο χρονικό διάστημα κυριαρχούσαν οι άνδρες καλλιτέχνες πρόσφατα έχει
μεταβληθεί το τοπίο σχετικά με το φύλο των καλλιτεχνών δίνοντας μεγάλο ποσοστό στα κορίτσια…
Πως όμως λειτουργεί αυτή η πλειοψηφία, στην Κρήτη στο νησί μας;  Αυτό θέλησε να εξετάσει κατ αρχήν ψάχνοντας κι ανακαλύπτοντας πτυχές άγνωστες μέχρι σήμερα που προκαλούν το ενδιαφέρον των θεατών και επιδοκιμάζουν την υπομονή ,την ευρηματικότητα ,την άριστη τεχνική, γνώση και την έκφραση εν τέλει που κυριαρχεί στους καμβάδες αλλά και στα μέταλλα, χαρτιά, μάρμαρα που εργάστηκαν κι αποτύπωσαν τα έργα τους οι παρακάτω καλλιτέχνιδες τα τελευταία 100 χρόνια στην Κρήτη μας.
αραπάκη- βερυκάκη- βλατάκη- γιαλιτάκη- γρηγοριάδη- θεοδωροπούλου- καλούτση- κουβίδη- κουκουλάκη- κριτσωτάκη- παπαδοπεράκη- ματαλιωτάκη- μαραθάκη- μποβιάτσου- μαραγκουδάκη- νικολακάκη- παπατζανάκη- pelusio- πιτυκάκη- πλεύρη- ποταμιάνου- σταυριδάκη- τζανάκη- τσέμπελη- φιλιππακοπούλου- φιοράκη- μ.@κ.φοινικιανάκη- κανάκη

…… εκτός των εξής δυο…Άρτεμις Ποταμιάνου και Ουρανία Γιαλιτάκη  που δεν πρόλαβαν να φέρουν έργα.
Παρουσιάζονται λοιπόν τα εξαιρετικά, αξιόλογα έργα με ιστορική σειρά.
 Αρχής γενομένης από το έργο της Φλωρεντίνης Καλούτση με το πορτραίτο της Ασπασίας Μάνου στην ηλικία που την ερωτεύτηκε ο διάδοχος Αλέξανδρος σ ένα καθαρά ιμπρεσιονιστικό τοπίο και συνεχίζεται με στοιχεία
 Kostis Schizakis

περί της σχολής, που δημιουργήθηκε στο Ηράκλειο χάριν του ρώσου εμιγκρέ dobrianski που εργάστηκε ως καθηγητής στη σχολή καλογραιών Ηρακλείου (καθολικές).
Η ανίχνευση της σχολής αυτής με τα παραδείγματα που δίδονται στους φιλότεχνους έχει αποσπάσει το ενδιαφέρον ιδιαίτερα όταν πλέον πολλοί από τους θεατές αναζητούν κάποια πρόγονο με συγγενή ζωγραφική και χρωματική ανταπόκριση ως προς αυτά…
Η έκθεση συνεχίζεται προσφέροντας πλούσια δείγματα σύγχρονης παραγωγής τόσο σε εικονική όσο και σε αφηρημένη η κι ακόμα συμβολική όπου έχουν θέση οι σύγχρονοι καλλιτέχνες που παίρνουν μέρος.
Ένα μεγάλο πλήθος επισκεπτών κάθε μέρα ξεναγείται στα μυστικά αυτά, ενώ σχολεία και σωματεία επίσης δηλώνουν το παρόν στην πρωτοβουλία μας αυτή…
παράλληλα για να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον και άλλων ομάδων δημιουργήσαμε μαζί με το βιβλιοπωλείο ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ το λογοτεχνικό αναλόγιο…..

Κατ αυτό τον τρόπο ενισχύσαμε τις δυο Τέχνες τη Λογοτεχνία και τα Εικαστικά προσφέροντας βήμα και στις δυο….
Για φέτος προγραμματίσαμε έξι εκδηλώσεις που ολοκληρώθηκαν στο τέλος Μαΐου και που είδαν κι αυτές ανάλογη επιτυχία στο είδος τους…
……Ετσι λοιπόν κατά σειράν προβάλαμε και βέβαια γνωστοποιήσαμε στο κοινό μας την ποιήτρια Χλόη Κουτσουμπέλη…
……αμέσως μετά υποδεχτήκαμε πάλι ποίηση με τον Παναγιώτη Γεωργουδή εστιάζοντας την ανάλυση στη συλλογή με τίτλο πέραν…
…..ο Στέλιος Σπυριδάκης που ακολούθησε, πολυγραφότατος, καίριος και ειλικρινής όπως πάντα προχώρησε σε αναλύσεις βαθύτερες τόσο στον πεζό όσο και στον έμμετρο λόγο που έχει ασχοληθεί….
…..ενώ ο Τηλέμαχος Μουδατσάκης μας είπε τα μυστικά από τα δυο έξοχα μυθιστορήματα που έχουν εκδοθεί από τον «κεδρο», «τα άμφια εταίρας» και τον «χειρωνάκτη του αίματος»…
…..τέλος ο Μανόλης Καρέλλης ,επί σειρά ετών δήμαρχος Ηρακλείου μακροβιότερος στο αξίωμα, αλλά και ευρωβουλευτής καταπιάστηκε με τα θέματα κυρίως δε με τα βιβλία που είχε την αρχική έμπνευση να εκδοθούν και να νοιώθει ικανοποιημένος γι αυτό  όπως π.χ την εξάτομη ιστορία της Κρήτης ,την ανθολογία των 62 ηρακλειωτών αλλά και προσωπικά διηγήματα καθώς και σειρές με προσωπικότητες που δεν θα πρέπει να ξεχαστούν…
…..όλα αυτά μέσα σ ένα πνεύμα κυρίως φιλικό με εισηγητές εξαιρετικά ονόματα της φιλολογίας κυρίως κέντρισαν το ενδιαφέρον σε πολυπληθείς ομάδες ανεβάζοντας το επίπεδο γνώσεως ιδιαίτερα στο σήμερα με την κρίση να υποκρύπτει δεινά αλλά και άσχημες καταστάσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το πνευματικό επίπεδο εις βάρος του υλισμού…
Τέλος, μια εκδήλωση προς τιμή του Κώστα Σχιζάκη, που έγινε μετά από πρόσκληση της πινακοθήκης των Χανίων βοήθησε στην ανταλλαγή εμπειριών σε θέματα πολιτισμού, που μόνον θετικά μηνύματα μπορεί να δώσει…και θα έλεγα ότι το πέτυχε όχι μόνο από το πλήθος κόσμου που παρακολούθησε την βραδιά στην Δημοτική Πινακοθήκη αλλά κυρίως το ενδιαφέρον του κοινού που με τις ερωτήσεις του προσδιόρισε τον τόνο που κι εμείς επιθυμούμε να δοθεί στα τεκταινόμενα με τις θεματικές μας εκθέσεις…
Πριν από την έναρξη της εκδήλωσης. Διακρίνονται εξ αριστερών: Δημήτρης Λ. Παπαδάκης, Μανόλης Λαμπράκης , Γιώργος Σωπασής, Κώστας Μαστρογιαννάκης, Γιώργος Καναβάκης, Δέσποινα Πλευράκη, ο στρατηγός Εμμ. Τζαγκαρουλάκης και η Ελένη Σπυριδάκη.

Φωτογραφία του χρήστη Lamprini Boviatsou.  Ο Κώστας Σχιζάκης καλωσορίζει τους καλεσμένους του πριν από κάθε εκδήλωση.
 Η ΛΥΤΡΩΣΗ      Της Νίκης Μαρκάκη

   Κάτω από τον ίσκιο μιας κληματαριάς, που έσκιαζε την αυλή ενός μικρού σπιτιού, ανάπαυε το κορμί της η θεία Γιαννούλα, μια μικρασιάτισσα γριά. Τα σβησμένα μάτια της κοιτούσαν πότε τον γαληνεμένο ουρανό και πότε κάτω το ξερό χώμα. Ο ουρανός ήταν γι` αυτήν κάτι ακριβό, που δεν άξιζε στην αμαρτωλή ψυχή της. Όμως και στο χώμα δεν έπρεπε να μπει ακόμα, πριν τελέσει τούτο το τελευταίο χρέος της που απόψε τη βάραινε πολύ. Σηκώθηκε για την στερνή αποστολή της ημέρας που έφευγε. Κάτι ψιθύρισαν τα άχαρα χείλη της. Κανείς δεν την άκουγε και έτσι κανείς δεν την παρηγορούσε. Είχαν περάσει σχεδόν οχτώ μήνες, από τότε που για πρώτη φορά, με το σαστισμένο λογισμό της παρέδωσε τη ζωή της στο σατανά. Αλλά και όταν ο νους ήταν καθαρός, πάντα την ίδια λύση εύρισκε στο πρόβλημά της.
   Μέσα στο κιτρινισμένο δωμάτιο, αναπαυόταν η Κατερίνα που πριν τρία χρόνια είχε μείνει χήρα. Η φύση της είχε στερήσει την ακοή από τότε που γεννήθηκε. Ποτέ δεν άκουσε ήχο ή ανθρώπινη φωνή στον κόσμο που ήρθε. Καταλάβαινε όμως τέλεια τον άλλο από τις κινήσεις του στόματος, γι` αυτό και μόλις έβλεπε κάποιον, επικέντρωνε το ενδιαφέρον στα χείλη του.
   Ένα μικρό κοριτσάκι χαριτωμένο ήταν η ελπίδα που άναβε σ` αυτό το σπίτι. Ήταν της Κατερίνας κορούλα που είχε φέρει στη ζωή με το μακαρίτη τον άνδρα της, αυτόν που πραγματικά αγάπησε και την παντρεύτηκε. Η γριά Γιαννούλα καμάρωνε την εγγονή ιδιαίτερα και τη φρόντιζε με μεγάλη στοργή και όση αγάπη διέθετε το δυνατό είναι της.
Ευτυχώς η μικρούλα δεν καταλάβαινε ακόμα και έτσι τα βηματάκια της ήταν απεριόριστα πότε στη γιαγιά και πότε στην κουφή μητέρα του.
   Η Γιαννούλα κάτω από την κληματαριά, καιροφυλακτούσε για τυχόν επισκέπτες. Δεν έπρεπε να αντιληφθούν την Κατερίνα που τώρα και δυο ημέρες ήταν πολύ αδιάθετη. Θα τους εμπόδιζε να μπουν μέσα απασχολώντας τους με διάφορες συζητήσεις.
   Ξαφνικά ακούστηκαν μουγκρητά μέσα από το δωμάτιο. Η γριά πετάχτηκε τρομαγμένη και ηρέμησε την κόρη της με δυνατά νοήματα. Ύστερα πέταξε τα ρούχα από πάνω της και άρχισε να περιδένει την κοιλιά της με τη φασκιά, πιέζοντας την ανελέητα. Εκείνη ξαναμούγκρισε και γυρίζοντας προς τον τοίχο ησύχασε. Δεν είχε ακριβείς ημερομηνίες και δεν ήταν σίγουρη η γριά πότε θα έπεφτε ο παράνομος καρπός από τα σπλάχνα της άτυχης Κατερίνας. Δεν κατόρθωσε να πάρει μυστικό τούτο από αυτήν όσο κι αν προσπάθησε. Κατάφερνε όμως μήνες τώρα που αντιλήφθηκε το συμβάν, να περιζώνει σφιχτά την κοιλιά της, με μια φασκιά, γλιτώνοντας έτσι την κατακραυγή του κόσμου.  
   Η κουφή  - όπως την αποκαλούσαν οι χωριανοί  - ήταν απόψε ανήσυχη. Η μάνα της κάτι κατάλαβε και άρχισε να ετοιμάζεται. Ζέστανε νερό κι απολύμανε ένα ψαλίδι με το οινόπνευμα. Σβέλτη καθώς ήτα,  άνοιξε το μπαούλο της και έβγαλε καθαρά πανιά, αφήνοντας τα πάνω στο προσκεφάλι της άρρωστης. Ύστερα έστρεψε το βλέμμα της προς τα εικονίσματα του δωματίου και ψέλλισε σιγά: «Κύριε εν ονόματι σου και της σκληρής κοινωνίας που ζούμε βοήθησέ με». Ξαναγύρισε και κοίταξε την Κατερίνα. Ήταν ήσυχη. Η γριά αναστέναξε δυνατά. Πήρε τη μικρή εγγονή αγκαλιά και ξαναγύρισε κάτω στην κληματαριά. Η νύχτα δεν έφτανε απόψε. Το ηλιοβασίλεμα ήταν μεγάλο. Οι άνθρωποι είχαν γυρίσει από την εξοχή και είχαν ποτίσει τα καματερά στη βρύση. Τα είχαν μαντρώσει στους στάβλους  και έκαναν τις τελευταίες δουλειές της ημέρας. Η Γιαννούλα παρακολουθούσε κάθε κίνηση του χωριού ψηλά από `κει που ήταν το σπίτι, βλέποντας σε μεγάλη έκταση το δρόμο που κατέβαινε προς τα κάτω. Χθες και σήμερα η Κατερίνα δεν πήγε με τις στάμνες να φέρει νερό, ούτε έβγαλε την κατσίκα έξω. Έδιδε όμως παρουσία η γριά στους χωριανούς για να μην κινήσει κανενός την υποψία.
   Η μικρούλα στο μεταξύ είχε αποκοιμηθεί. Ναρκώθηκε με το γάλα του. Φαινόταν τώρα να ονειρεύεται κι άφηνε τα λεπτά χειλάκια του να χαμογελούν. Η Γιαννούλα το έβαλε στο κρεβατάκι του, αφού σταύρωσε τρεις φορές το μαξιλάρι του.
   Τώρα ο ήλιος είχε βασιλέψει κι άρχισε να πέφτει το σκοτάδι. Τ` άστρα άναβαν τον ουρανό που ήταν ξάστερος και τα  πουλιά με τα πολλά τους τσιρίγματα είχαν σιωπήσει κι αυτά.
   Ξαφνικά ακούστηκαν ουρλιαχτά. Η γριά πετάχτηκε τρομαγμένη κι έτρεξε στην κόρη της. Εκείνη γύρισε τ` ανάσκελα. Άφησε μερικά μουγκρητά και τίναξε τα πόδια της εδώ κι εκεί. Απότομα σώπασε και γαλήνεψε, για ν` ακουστεί στη συνέχεια το ξεκαρδιστό κλάμα του μωρού. Η γριά Γιαννούλα δεν έχασε την ψυχραιμία της. Άρπαξε τα σκεπάσματα από την κόρη της και τα πέταξε κάτω. Ύστερα έκοψε με το ψαλίδι το λουρί που έδενε το σώμα της μάνας με το μωρό. Χωρίς καθυστέρηση έπιασε στα δυο της χέρια το άμοιρο πλάσμα και το έσφιξε νευρικά και δυνατά. Σιωπή απόλυτη βασίλεψε…. Ήταν ο εφιάλτης της τώρα και καιρό. Τον υποδέχτηκε όπως άξιζε, για να ηρεμήσει την καρδιά της και να εκδικηθεί τον ασυνείδητο άγνωστο που εκμεταλλεύτηκε την αναπηρία της κόρης της και την έβαλε στην πιο μεγάλη δυστυχία. Δίχως να χάσει καιρό, ξεδίπλωσε ένα άσπρο πανί και περιτύλιξε το πνιγμένο βρέφος. Το σήκωσε ψηλά. Κοιτάζοντας τα εικονίσματα, μίλησε σ` αυτά χαμηλόφωνα: «Κύριε, εν ονόματί σου και της σκληρής κοινωνίας που ζούμε, συγχώρεσέ με».
   Άνοιξε την πόρτα. Το σκοτάδι είχε προχωρήσει. Ήταν βέβαιη πως κανείς δεν είδε την πράξη της. Έκανε μερικά βήματα… Όμως προτίμησε να περιποιηθεί την λεχώνα. Πήγε κοντά της κρατώντας το μωρό: -Πεθαμένο, της είπε με νοήματα και της το έδειξε.
-Μου……μου……έκανε εκείνη σαν να ήθελε να κλάψει σπαραχτικά.
Την ηρέμησε και πάλι με νοήματα και τη φρόντισε. Μετά πήρε το άσπρο πανί με το μακάβριο περιεχόμενο για να βγει έξω. Ακούστηκαν γαυγίσματα σκύλων. Εκείνη πέταξε απ` τα πόδια της τις παντόφλες και έκλεισε την πόρτα προσεχτικά για να μην ακουστεί. Τα σκυλιά πέρασαν με δυνατό θόρυβο και τράβηξαν προς τα κάτω. Η ψυχή της τώρα έτρεμε. Ξανάνοιξε σιγά την πόρτα. Έφθασε κάτω απ` την κληματαριά. Κοίταξε προσεχτικά γύρω της. Το χωριό κοιμόταν βαθιά. Γαλήνη παντού κι απόλυτη ηρεμία. Έσυρε τα γυμνά πόδια της κι έφθασε πίσω από το σπίτι της, λίγο πιο απόμακρα. Άνοιξε ένα λάκκο μικρό με τα στιβαρά της χέρια. Για να ηρεμήσει λίγο έτρεξε κι έφερε το λιβανιστήρι. Λιβάνισε κατ` επανάληψη και αφήνοντας το μωρό στο λάκκο το επιχωμάτωσε. Ύστερα πέταξε από πάνω ένα ξερό κλωνάρι ελιάς κι άρχισε να απομακρύνεται.
   Την ώρα εκείνη, ένα άστρο άλλαζε θέση στον ουρανό, αφήνοντας μια λαμπερή γραμμή. Το πεφταστέρι ήταν ο μόνος μάρτυρας στην τραγική πράξη της χαροκαμένης γριάς, που στα μάτια της τώρα συμβόλιζε την ψυχούλα που έσβησε στα χέρια της από αυτήν την ίδια.-
                                    Νίκη Μαρκάκη

            *******************************
                   ************************
                          *****************
                                 **********
                                        ***
                                           *
                    

Να μην πιστέψεις


Να μην πιστέψεις αν σου πουν κακά μαντάτα.
 Καλού κακού κράτα εσύ μια πισινή,
 γιατί κι αν παίρνω την αγύριστη τη στράτα
 άγνωστη η πορεία μου και η θανή.
Ακόμα κι αν σου πουν πως πέθανα στα ξένα,
να πεις πως μπάρκαρα σ’ αλλόκοτο σκαρί
και στα ταξίδια μου προστέθηκε άλλο ένα,
που δεν το πιάνουν καταιγίδες και καιροί.
Μπάρκο αντάμα με σειρήνες και γοργόνες
ταξίδι πάλι κάνω τον κύκλο της ζωής
μπρος και πίσω ανεχουμίζω τους αιώνες
με μια μου σκέψη φευγαλέα της στιγμής.
            στέλιοσκωστήσπυριδάκης


                                              
88.500 ευρώ πουλήθηκε  το διάσημο πορτρέτο του Κ.Π.Καβάφη το οποίο είχε  φιλοτεχνήσει ο Εγγονόπουλος, στην δημοπρασία έργων ζωγραφικής του οίκου «Π.Βέργος».
                                                                                 
 
Ο Κωστής Πέτρος Καβάφης σε ολόγλυφο Παριανό μάρμαρο έργο Στέλιου Κωστή Σπυριδάκη, φωτογραφίζονται οι δυο πλευρές του έργου.




21η ΜΑΪΟΥ
                     ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ  
29η ΜΑΪΟΥ
ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΑΛΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
29η ΜΑΪΟΥ
ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ ΜΑΣ
                   ΣΤΗΝ Ε.Ε. 

Ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ διοργανώνει εκδήλωση για τις 03-06-2013 στην αίθουσα του Δήμου επί της Ανδρόγεω με θέμα:
                              ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Της Μουσικής  -  της Παιδείας
    και της Παράδοσης
στην Πολιτιστική Ανάπτυξη
Αγγέλα, Στέλιος, Ηλίας.  Η Αγγέλα και Στέλιος Σπυριδάκης φιλοξενούμενοι του Μεγάλου Καλλιτέχνη Ξυλογλύπτη Ηλία Λαζαρίδη στην ωραία υδρούσσα Έδεσσα με τους φημισμένους καταρράκτες. Ο Ηλίας Λαζαρίδης Γιατρός Γενικής Χειρουργικής, εκτός από Μεγάλος Καλλιτέχνης και σπουδαίος επιστήμονας είναι και ένας εξαιρετικός και σπάνιος άνθρωπος.
Ο Προφήτης Ηλίας παίρνει το ψωμί από το κοράκι.   Έργο του Ηλία Λαζαρίδη πάνω στην μια πλευρά του κορμού, στην άλλη πλευρά έχει φιλοτεχνήσει την άνοδο του προφήτη Ηλία στους ουρανούς.
Η άνοδος στους Ουρανούς  Η Άλλη πλευρά του κορμού

Ο Ηλίας Λαζαρίδης μπροστά από ένα έργο του ενώ δίδει συνέντευξη στην τηλεόραση.
  
Τα ξυλόγλυπτα του Ηλία Λαζαρίδη δεν είναι απλώς ανάγλυφα. Είναι ιστορημένα με ιδιαίτερη, εντελώς προσωπική τεχνική, στα σημεία που ο καλλιτέχνης νομίζει τα κάνει ολόγλυφα, χωρίς να δίδει την εντύπωση ότι είναι προσθετικά τμήματα. Η τεχνική αυτή είναι πάρα πολύ δύσκολη πλην όμως το αποτέλεσμα πληρώνει τον δημιουργό με την ικανοποίηση της νίκης μετά από την σκληρή διεξαγωγή της μάχης με τα προβλήματα της δημιουργίας. Η τεχνική του Ηλία Λαζαρίδη εκτός του ότι δίδει την αίσθηση του βάθους στον χώρο, δημιουργεί την εντύπωση ότι  πρόσωπα και πράγματα αιωρούνται μέσα στον χώρο.  Ο προφήτης Ηλίας π.χ. παρουσιάζεται και στις δύο πλευρές ως αιθέρια ύπαρξη, το σκοτάδι με το φως ευρίσκονται σε αέναη πάλη και η Τέχνη παίζει τον σωστό της ρόλο.-   στέλιοσκωστήσπυριδάκης

ΜΑΣ ΧΡΩΣΤΑΝΕ
ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ Μ ΕΝΑ ΜΑΤΙ ΣΑΝ ΓΑΡΙΔΑ - 26/3/2011
              ΜΑΣ ΧΡΩΣΤΑΝΕ
  Ψηλά το κεφάλι, το βλέμμα μπροστά
κι αν χρωστάμε, όλη η ανθρωπότης μας χρωστά.
                    ==========
 Μας χρωστά που της μάθαμε ότι
όρθιοι περπατούν οι ανθρώποι.
           =======
Μας χρωστά την ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΟΛΗ,
την ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, την ΤΕΧΝΗ, τους ΝΟΜΟΥΣ, την ΠΟΛΗ.
Μας χρωστά ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ και ΜΑΡΑΘΩΝΑ.
Μας χρωστά ΑΦΡΟΔΙΤΗ και ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ.
Μας χρωστά την ΛΙΘΟ ΤΗΝ ΛΥΔΙΑ.
Μας χρωστά ΟΛΥΜΠΟ και ΟΛΥΜΠΙΑ.
Μας χρωστά ΑΘΗΝΑ και ΣΠΑΡΤΗ.
Μας χρωστά ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΤΗΝ ΕΣΧΑΤΗ.
Μας χρωστά και το "π" για τον κύκλο
και που δεν την αφήσαμε σε αιώνιο ύπνο.
ΨΗΛΑ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΜΠΡΟΣΤΑ
ΟΛΗ Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΣ ΜΑΣ ΧΡΩΣΤΑ
Στέλιοσκωστήσπυριδάκης                         
          Μεταξύ μας…μεταξύ μας…μεταξύ μας ….
 Πρόθεσή μας ήταν η εκτύπωση να γίνει έγχρωμη, πλην όμως η συνεχώς επιδεινούμενη οικονομική κατάσταση που μας έχει επιβληθεί,  δεν μας το επιτρέπει. Η μείωση των εσόδων από 80% έως και 100%, η έλλειψη οράματος για ανάκαμψη προχωράμε με βήματα σίγουρα στο σήμερα, αλλά αβέβαια για το αύριο, όμως ο πολιτισμός θέλει θυσίες και δεν μπορούμε να μείνομε στάσιμοι. Η Τέχνη έχει τον δικό της βηματισμό και θα αγωνιζόμαστε να «φιλοκαλούμεν μετ` ευτελείας….».
<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<>>>>>
 *********************************************************************
Στις στήλες μας μπορούν να φιλοξενηθούν σε κείμενα ή φωτογραφίες όσοι το επιθυμούν χωρίς καμιά οικονομική ή άλλη υποχρέωση, αρκεί να είναι τα κείμενα ή οι φωτογραφίες δημοσιεύσιμα και σχετικά με τα εικαστικά και λογοτεχνικά.-
 ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΧΩΡΟΥΝΤΑΙ  
Το περιοδικό διατίθεται δωρεάν στους επισκέπτες του ΟΙΚΟΜΟΥΣΕΙΟΥ και σε όσους
καταχωρούν κείμενά τους.                   Η ηλεκτρονική μας διεύθυνση είναι:              
                                                      labyrinthios@hotmail.com
  ==========================================================
Το περιοδικό εκτυπώνεται και βιβλιοδετείται με ίδια μέσα και αναρτάται στο διαδίκτυο.
  Η έκδοσή του είναι τριμηνιαία. Το παρόν τεύχος είναι ΑΠΡΙΛΙΟΥ, ΜΑΪΟΥ και ΙΟΥΝΙΟΥ  και έχει αύξοντα αριθμό 1. 
Κάθε πρόταση για βελτίωση είναι δεκτή και μετ` ευχαριστήσεως.  Οι φίλοι του Οικομουσείου μπορούν να το θεωρούν δικό τους έντυπο.
Ο Λόγιος Ερμής δεν επιτρέπει στον Κερδώο καμιά πρόσβαση.



Λόγια καρδιάς στην Αιώνια Μάνα  
          Της Ρένας Τζωράκη



Ω Μάνα!
Λαμπροτίμητη
Χαριτογεννήτρα
Μάνα!
Μάνα,
πανόλβια Θεά
στα τρίσβαθα του νου μου
πολύφθογγη,
νυχτόδρομη,
αστέρι τ’ ουρανού μου!
Μέσα στον αθάνατό σου
τον πυρσό
υφαίνεις και εξυφαίνεις
στης σιγαλιάς τη νύχτα
την περίλυπη.
Υψηλόφεγγη,
την προσευχή σου
στο Θεό
θυμίαμα προσφέρεις.
Ω Μάνα!
χορηγία της ζωής
χαριτοδότρα της ψυχής
και φλογοκλαίουσα αστραπή
βάλσαμο Εσύ στου κόσμου μας την συντριβή.
Μυροδοχείο της ζωής
και τέρψη μόνο δίνεις
γλυκόπνοη
Ιερή μορφή
πανδότρια τελεσφόρα.
Πώς να σε ντύσω με λέξεις                     
πώς να σε ζωγραφίσω
με χρώματα,
πώς να σου πλέξω                                
εξόδιο ύμνο;
Ουρανοθυγατέρα,
Ουρανογέννητη,
βιοθέπτρια
στους μυστικούς πυλώνες
της καρδιάς μου
Πρωθιέρεια,
με δέος πέφτω
και προσκυνώ Σε…
*
Άλλους ο πόνος τους μεταλλάσσει,
τους κάνει ατσαλένια την καρδιά.
…Μα μένα…
μέσα από τον πόνο, Μάνα,                            
γεννήθηκε μια νέα βελούδινη
και τρυφερή καρδιά!
*
Πανόλβια Μάνα, τα κατάφερες
να δραπετεύσεις στους Αιώνες!
Ευλογημένη η στιγμή
που έφυγες στους άφθαρτους πυλώνες!
        Ρένα Τζωράκη



Μια Κάρτα του Άρπαντ Πάπ, μεταφραστή των έργων του Ν. Καζαντζάκη στα Ουγγαρέζικα και του ανέκδοτου έργου μου  «ΔΥΣΣΕΙΑ», που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ο ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΗΣ»
Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΜΟΥ
ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ Μ ΕΝΑ ΜΑΤΙ ΣΑΝ ΓΑΡΙΔΑ - 9/12/2012
                Η φτώχεια μου

Ευχαριστώ την φτώχεια μου, που μου `δειξε τους δρόμους
και διάλεξα προσεχτικά από τους πρώτους χρόνους
και βρήκα στόχο κι έμαθα πολύ καλό σημάδι,
σε δρόμο ανηφορικό όμως χωρίς ψεγάδι.
Όπου τελειώσει ο δρόμος μου χωρίς ντροπή θα κάτσω,
να βάλω την υπογραφή, πως ως εδώ θα φθάσω,
γιατί `χει αξία η διαδρομή και όχι τίποτε άλλο.
Δεν έχει αξία το πολύ. Το λίγο να `ναι μεγάλο.

                                στέλιοσκοστήσπυριδάκης
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΣΠ





Γνωρίζετε ότι:

Το ανάκτορο των Βερσαλλιών είναι γνωστό για τους τεράστιους κήπους του στους οποίους βρίσκονται πολλά εντυπωσιακά σιντριβάνια και αγάλματα. Έχουν έκταση 800 εκτάρια, και είναι περιφραγμένοι με ψηλά τείχη που φτάνουν τα 20 χιλιόμετρα. Στους κήπους βρίσκονται 370 αγάλματα και 42 χιλιόμετρα διαδρόμων.
Οι εντυπωσιακοί κήποι των Βερσαλλιών
Στα σιντριβάνια και στα αγάλματα είναι αποτυπωμένη η ελληνική μυθολογία, όπως και στο εσωτερικό του ανακτόρου. Ο συνολικός κήπος των Βερσαλλιών απλώνεται σε τρία επίπεδα πίσω από το παλάτι και είναι η συνέχιση της αρχιτεκτονικής του παλατιού. Όπως και το ανάκτορο, έτσι και οι κήποι έχουν ως σκοπό να τιμήσουν τον βασιλιά και την χώρα του. Τα μεγάλα ποτάμια της Γαλλίας αντιπροσωπεύονται σαν αγάλματα. Μπροστά από το Μεγάλο Κανάλι (ένα τεράστιο κανάλι σε σχήμα σταυρού) βρίσκεται το σιντριβάνι του Απόλλωνα, το πιο μεγαλοπρεπές από όλα τα σιντριβάνια των Βερσαλλιών.


  Ρένα Τζωράκη-Μανουκάκη
Λόγια Καρδιάς   Ποίηση
στην  Αιώνια Μάνα
   Η ποιήτρια υμνεί στο βιβλίο της την «Μάνα», με τον ιδιαίτερο προσωπικό της τρόπο. Το συναίσθημα είναι διάχυτο μέσα στο κείμενο. Η Ποίησή της συγκινεί τον αναγνώστη που παίρνει το συναίσθημα και το ιδιοποιείται για την δική του μάνα. Η ποιήτρια κουβεντιάζει με την μητέρα της, δίνει και παίρνει συναίσθημα. Ο αναγνώστης φεύγει από το βιβλίο και πάει σε διάλογο με την δική του μάνα.  Η συζήτηση του κάθε αναγνώστη με την μάνα του ασφαλώς δεν μπορεί να καταγραφεί. Καταγράφεται όμως το γεγονός πως υποχρεώνεται ο αναγνώστης να αναπολήσει γλυκές αλησμόνητες βέβαια στιγμές με τη δική του μάνα.
  Η αγάπη προς τη μάνα όλων των έμβιων όντων είναι γνωστή. Είναι η ελάχιστη ανταπόδοση της μόνης ανιδιοτελούς μητρικής αγάπης των παιδιών προς αυτήν.
Η Ρένα Τζωράκη άνοιξε τον δικό της δίαυλο συναισθημάτων  στον θεματικό της τίτλο με τέτοιο τρόπο που χωράει και τους αναγνώστες. Η ανταπόκριση αυτή δηλώνει επιτυχία.-
                          στέλιοσκωστήσπυριδάκης
   ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΛΕΞΑΚΗ
Όταν χορεύει ένας άγγελος  Ποίηση ο πίνακας εξωφύλλου είναι του Μανώλη Κουνδουράκη
Η Κική είναι φιλόλογος γράφει Ποίηση και ζωγραφίζει. Εδώ εκφράζεται με την «ΠΟΛΗ» και τον Άγγελο. Τα εκφραστικά της μέσα αναδεικνύουν τον ψυχικό της κόσμο σε μια γλώσσα ρέουσα από  προσωπικές πηγές αστείρευτες. Η φιλόλογος όμως την ωθεί να αναφερθεί στους Ανδρέα Εμπειρίκο, Ανδρέα Κάλβο και Κωστή Παλαμά. Υμνεί τη ζωή και τον έρωτα. Το βιβλίο το αφιερώνει στον  αείμνηστο πατέρα της που ήταν δυνατή πεζογραφική πένα.
Θέλω να `μαι  για Σένα
Η μικρή θαλασσινή σπηλιά σου.
Να `ρχεσαι σαν την παλίρροια
Να με γεμίζεις σιγά-σιγά.
Θέλω να `ρχεσαι με ορμή
Φουρτουνιασμένε έρωτά μου.
Να ηχούν τα βότσαλα
Να βουίζουν τα κοχύλια.
Θέλω να `ρχεσαι να με νανουρίζεις
Ψιθυριστό μου κυματάκι.
Να δίνεις χρώμα στα σκοτεινά μου βάθη.
Να ντύνεις την αγάπη μου.
Να μου χαρίζεις την αρμύρα Σου.
Να ζωντανεύεις μακρινούς θαλασσινούς θεούς. 
                  ΣΚΣ
                             ΖΩΓΡΑΦΙΖΩ
Να ζω,  γραφή ζω… αποτσίγαρα
κι εσύ νωπά να τα καπνίζεις,
να `χεις καπνό στα ματοτσίνορα
και καπνιστά να μ` αντικρίζεις.

Να `χω μπογιές από το τίποτα
κι οι πινελιές μου στον αέρα,
να ζω, γραφή ζω… λόγια ανείπωτα
μες του απείρου την ημέρα.

Να ζω, γραφή, ζω έτσι δυο φορές,
να ζεις πολλές κι εσύ μαζί μου,
να `ναι η ζωή μου όλο χαρές
να `σαι ζωή μου, η ζωή μου.
       στέλιοσκωστήσπυριδάκης

Σεμινάριο για το κτίσιμο της Πέτρας στη Σητεία

Ημερομηνία Δημοσίευσης: 05/06/2013.

Μάθε Να Κτίζεις Πέτρα, σεμινάριο με το Μαστρομανώλη Πιπεράκη στη Σητεία. Ο μαστρομανώλης θα μας επισκεφτεί το Σάββατο 8 Ιουνίου 2013 στις 19:00 στον τεχνοχώρο, όπου θα μας ξεναγήσει στην πανάρχαια τέχνη του κτισίματος, μέσα από την προσωπική του ματιά και την πολύχρονη εμπειρία του.

Το σεμινάριο ενδιαφέρει κυρίως τους κτίστες πέτρας, τους Μηχανικούς της πόλης μας αλλά και
οποιονδήποτε ενδιαφέρεται να μάθει τον σωστό παραδοσιακό τρόπο κτισίματος, ώστε να μπορεί ο ίδιος να κτίσει, αλλά και να επιβλέψει, το ορθόν των σχετικών εργασιών.

Η σχετική διάλεξη που θα γίνει το Σάββατο είναι δωρεάν για όλους ενώ η συμμετοχή στο εργαστήριο που θα γίνει στην Ετιά την Κυριακή είναι 10 ευρώ. Οι θέσεις είναι περιορισμένες.


Πληροφορίες - Δηλώσεις συμμετοχής στο 6979445619 Γιώργος Σπυριδάκης.

Διοργάνωση : Σύλλογος Μηχανικών Σητείας
Χορηγός : Καρουζάκης Γ.& ΥΙΟΊ ΟΕΕ

 05/06/2013 - Σεμινάριο για το κτίσιμο της Πέτρας στη Σητεία


Είδηση της τελευταίας  στιγμής από sitiapress.gr και περιλαμβάνεται στην ύλη μας.-








* σαφή = πάντα  τριγουνίζω=πειράζω,  **ενοχλώ (το τριγούνι = ενοχλητικό), εδώ με τη σημασία του πολυαπασχολούμενου με ένα αντικείμενο.
*  Χάρακας =  κεφαλοχώρι στο Κεντρικό Μονοφάτσι Ηρακλείου.
* ντακέρνω = αρχίζω

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου