ΑΚΟΜΑ ΕΝΑ ΠΟΤΗΡΑΚΙ
Ένα τραγουδάκι σήμερα στην τηλεόραση ξύπνησε τεραστίων διαστάσεων μνήμες από την πρώτη γερμανική κατοχή. Ακόμα ένα ποτηράκι! Το τραγουδούσαν οι Έλληνες αλλά και οι γερμανοί κατακτητές της πατρίδας μου. Οι γερμανοί είναι γνωστό πως είναι σε ένα μεγάλο ποσοστό οινόφλυγες.....
Κατά την πρώτη γερμανική κατοχή πρόεδρος του χωριού μου ήταν ο πατέρας μου. Οι γερμανοί ότι κι αν ήθελαν από τους κατοίκους του χωριού το ζητούσαν από τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου το μεταβίβαζε στο Κοινοτικό συμβούλιο και όλοι μαζί αποφάσιζαν για τον τρόπο εφαρμογής του αιτήματος μιας και άρνηση εκτέλεσης απαγορευόταν με την ποινή του θανάτου. Ήδη είχαν αρχίσει τις εκτελέσεις στα γύρω χωριά.
Κυρίως ζητούσαν την καταγραφή του ανδρικού πληθυσμού σε καταστάσεις δεκαπενταμερίας. Το μέτρο τούτο ίσχυε για όλες τις Κοινότητες της περιοχής. Η δεκαπενταμερία ήταν ημέρες αναγκαστικής άμισθης χειρονακτικής εργασίας, ημέρα και νύκτα του ανδρικού πληθυσμού σε πολεμικά έργα της περιοχής.
Κάθε μήνα εργαζόταν η μια δεκαπενταμερία τον μισό μήνα και τον υπόλοιπο μήνα η άλλη δεκαπενταμερία. Οι πλούσιοι μπορούσαν να πληρώνουν κάποιον φτωχό να κάνει την δεκαπενταμερία τους και σε κάθε προσκλητήριο απαντούσαν παρόντες όταν άκουγαν το όνομα εκείνου που για λογαριασμό του έκαναν την δεκαπενταμερία και τους πλήρωνε.
Γεννήθηκα το 1936 και το 1943 πρέπει να ήμουν επτά ετών. Σε αυτή την ηλικία πήγα αγγαρεία στην θέση του πατέρα μου για δυο μέρες στο έργο διάνοιξης του δρόμου για τον Λαβύρινθο. Ο πατέρας μου ήταν στο βουνό μαζί με δώδεκα εγγλέζους οι οποίοι ήθελαν να συνδεθούν με το αντάρτικο σώμα του Πετρακογιώργη. Ο πατέρας μου είχε καταργηθεί από πρόεδρος από τους γερμανούς κατά την απουσία του και αγνοούσε πως τον κατάργησαν από πρόεδρο και τον έβαλαν αμέσως σε δεκαπενταμερία. Το έμαθε με την επιστροφή του. Παρουσιάστηκε μόλις επέστρεψε στην δεκαπενταμερία κι έφυγα εγώ για το σπίτι. Στα προσκλητήρια με κάλυπταν οι χωριανοί μας που ήταν σχεδόν όλοι συγγενείς. Ανέβαινα πάνω σε ένα βράχο κι έλεγα το παρόν. Βοηθούσε και το γεγονός ότι είμαι ψηλός. Βοηθούσαν όλοι κι όλοι και με είχαν βάλει νερουλά. Κουβαλούσα νερό με μια στάμνα κι ένα κονσερβοκούτι για ποτήρι κι έδιδα νερό στους ανθρώπους της δεκαπενταμερίας που εργαζόντουσαν πολύ σκληρά. Σπούσαν πέτρες με βαριοπούλες, τις μετακινούσαν με λοστούς, έσκαβαν με κασμάδες, φτυάριζαν, μετακινούσαν τα μπάζα κι έστρωναν τον δρόμο. Άνοιγαν τρύπες μέσα στους βράχους στις οποίες έβαζαν δυναμίτες κι έβαζαν φουρνέλα. Οι τρύπες αυτές μου έπιναν πολύ νερό, γιατί έβαζαν μέσα νερό για να μαλακώνει ο βράχος ο οποίος σημειωτέον είναι γυψόπετρες. Η κούρασή μου δεν μπορεί άνθρωπος να φανταστεί πόσο μεγάλη ήταν. Το νερό το έπαιρνα από την βρυσίδα του Κοκκίνου. Ο δρόμος του γυρισμού ήταν ανηφορικός και είχα πολύ μεγάλη δυσκολία. Η ζέστη τις μεσημεριανές ώρες ήταν αφόρητη στο λαγκό του Γέρω-Λάκου. (Αρχαίο ορυχείο γυψόπετρας από τις οποίες έκοβαν πλάκες και διακοσμούσαν τα παλάτια της Γόρτυνας και της Φαιστού στην αρχαία εποχή. Στην Φαιστό σώζονται ακόμα οι πλάκες.) Εκείνες τις ζεστές ώρες οι άνθρωποι έπιναν περισσότερο νερό κι έπρεπε να κάνω πιο γρήγορα. Δεν ήταν μόνο ο φόβος του γερμανού που επιστατούσε με τον βούρδουλα, αλλά ήταν και η δίψα των ανθρώπων. Ο διψασμένος θέλει νερό κι όταν έχει από πάνω του τον γερμανό με τον βούρδουλα να τον επιτηρεί για να εργάζεται περισσότερο, το νερό είναι μεγάλη ανάγκη και βοήθεια.
Δεν ήμουν ο μοναδικός νερουλάς. Ήταν κι άλλοι νερουλάδες καθένας είχε τον τομέα του. Δυσκολεύτηκα πολύ μα τα κατάφερα και στο νερό και την νύχτα στο υπαίθριο στρατόπεδο που μας έκλειναν μέσα στα συρματοπλέγματα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχα κάνει τον νερουλά στους γερμανούς, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία, όπως άλλη ιστορία ήθελα να διηγηθώ σχετική με το τραγούδι του αείμνηστου Αττίκ "ακόμα ένα ποτηράκι".
Δεν θα μπορούσα να αποδώσω το διήγημα όμως αν δεν έβαζα τον καμβά της κατάστασης, γιατί το περιστατικό με το τραγούδι είναι μικρής διάρκειας, αλλά τεράστιας σημασίας από άποψη πολιτισμού και βαρβαρότητας. Αναφέρθηκαν όλα τα παραπάνω για να καταφανεί πως εξ αιτίας της υποχρεωτικής σχέσης που είχε ο πατέρας μου μαζί τους υπήρχε γνωριμία με όλους τους ανώτερους αξιωματικούς της στρατιωτικής μονάδας που στρατοπέδευε μόνιμα στο χωριό μου. Η μονάδα αυτή ήταν πολύ μεγάλη διότι το σπήλαιο του Λαβυρίνθου είχε μετατραπεί σε αποθήκη πολεμικού υλικού, το οποίο διοχετευόταν στο Άφρικα Κόρπς του Ρόμελ στην Αφρική από το αεροδρόμιο Τυμπακίου που απέχει 15 χιλιόμετρα. Ήταν επίσης και μονάδα υποστήριξης του αεροδρομίου Τυμπακίου.
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ είχαμε τελειώσει το δείπνο μας και είχαμε πέσει για ύπνο και ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του σπιτιού μας με μια κλωτσά και μπήκαν μέσα εφτά με οκτώ γάϊδαροι που καβαλίκευαν πάνω τους όλοι οι ανώτεροι γερμανοί αξιωματικοί και τραγουδούσαν το τραγούδι του Αττίκ παραλλαγμένο "ακόμα ένα ποτηράκι ράκι ράκι". Είχαμε ρακί και εξ ανάγκης και "νόμου", που λένε, τους κερνούσε η μητέρα μου και ο πατέρας μου ρακί. Ήπιαν ρακί του σκασμού κι έφυγαν καβάλα όπως είχαν έρθει. Η οικογένειά μου ήταν οι γονείς μου και έξι παιδιά. Αυτό ήταν μια πολύ μικρή λεπτομέρεια για τους κατακτητές. Αφού έφυγαν η μητέρα έκανε τον σταυρό της και δοξολογούσε τον Θεό που ήταν μόνο αυτό και δεν ήταν κάτι χειρότερο. Σήμερα που από προδοσία διανύομε την δεύτερη γερμανική κατοχή, οι μνήμες θεριά γίνανε μέσα μου. Θεριά να με φάνε, για να μην βγω στους δρόμους να κάνω πόλεμο μόνος μου εναντίον των προδοτών, των γερμανοτσολιάδων και γερμανών.
Υποχρεώνομαι προς το παρόν να εκτονώνομαι στο πληκτρολόγιο και θα συνεχίσω και με άλλες βιοματικές μου διηγήσεις εκείνης της εποχής.- στέλιοσκωστήσπυριδάκης
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου