ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ
Ήταν ο γέρο-ποντικός στην τρύπα του κρυμένος,
μασούλαγε, μασούλαγε κι ήταν ευτυχισμένος.
Κάποια στιγμή επεθύμισε να βγει και στο σεργιάνι,
ανέβηκε, κατέβηκε, πήγε και στο ταβάνι.
Πήγε στους σταύλους, στην αυλή, πήγε και στο κοτέτσι,
είπε τις καλημέρες του γιατί τ` αρέσει έτσι.
Τ` αρέσει ως κοινωνικός όλους να λογαριάζει,
συμπάσχει κι αλληλέγγυος με όλους συνταιριάζει.
Βλέπει την οικοδέσποινα μ` αγάπη κάθε μέρα
και δεν ξεχνά ούτε γι` αυτήν για μία καλημέρα.
Το ίδιο και τ` αφεντικό πάντα καλημερίζει,
μα τρέμει τις πατούσες του και τον ανεγυρίζει.
Φιλία με τον πετεινό, φιλία με τις κότες.
Το μόνο που φοβότανε τον γάτο με τις μπότες.
Ως και φιλία έκανε με κούτρουλη κατσίκα,
όπου πολύ της άρεσε ν` αναμασεί μαστίχα.
Οι σχέσεις του συσφίχτηκαν με το βαρβάτο βόδι,
στην μαντζαντούρα έμπαινε και του πατούσε πόδι.
Ήταν ο γερο-πόντικας κοινωνικός ως πρέπει
και πρόσεχε τις σχέσεις του όπως με τον καθρέφτη,
που αν σταθείς απέναντι και του χαμογελάσεις,
θα σου γελάσει και αυτός και έτσι δεν θα χάσεις.
Αν όμως την γλωσσάρα σου του βγάλεις ψκακομοίρη,
την καθρεφτίζει παρευθύς, πίσω σου την γιαγύρει.
Έτσι ο γερο-πόντικας τον έβλεπε τον κόσμο,
ώσπου μια μέρα αντίκρυσε ένα μεγάλο τρόμο.
Αγόρασε τ` αφεντικό μια ποντικοπαγίδα
και για το μέλλον της ζωής του κόπηκε η ελπίδα.
Σπεύδει να βρει τους φίλους του να τους πληροφορήσει
κι όλοι μαζί ν` αντισταθούν στην τελική την λύση.
Κότα, Κοτούλα, Κότα μου, μας στήνουνε παγίδα
και η ζωή μας χάνεται δεν έχομε ελπίδα.
-Ααα, λέει, η κότα: Ποντικέ δεν είναι αυτή για μένα.
Εγώ κει μέσα δεν χωρώ. Αυτή `ναι για εσένα.
-Μα είμαστε φίλοι και μαζί ζούμε σ` αυτό το σπίτι
κι ότι χτυπά τον ένα μας, όλους θαρρώ μας πλήττει.
-Κοκο, κοκο, κιρικοκό, η κότα στην φωλιά της
έτρεξε και θρονιάστηκε, κι εκάθισε στ` αυγά της.
Πάει ο δόλιος ποντικός τον πετεινό ανταμώνει
και κείνον διεξοδικά καλά ενημερώνει,
μα, κικιρίκου ρικοκό μια κότα διπλαρώνει,
κάθεται αυτή και πάνω της βγαίνει και ξαλαφρώνει.
Κι αφού την τακτοποίησε ο πετεινός την κότα,
μια άλλη κότα του, πηδά κι αλλάζει της τα φώτα.
Με πόνο τρέχει ο ποντικός και βρίσκει την κατσίκα,
της τα `πε, μα ατάραχη μασούσε την μαστίχα.
Όμως δεν απελπίστηκε κι απ` την αρχή αρχινά,
μα η κατσίκα συνεχώς μασούσε ταραμά.
Τρέχει στο βόδι, λέει του, βόδι μου το και το.
-Αχ ποντικέ, του απαντά,εγώ `μαι βόδι σιτευτό.
Ο ποντικός ετρόμαξε, κρύφτηκε μες την τρύπα
και η καρδιά του άρυθμα στο στήθος του εχτύπα.
Επρόσεχε εις το εξής την μετακίνησή του,
εις την παγίδα μην βρεθεί και χάσει την ζωή του.
Έτσι περνούσε ο καιρός μέρα με την ημέρα
κι ο ποντικός σταμάτησε σ` όλους την καλημέρα,
γιατί ως είναι φυσικό, ο καθαείς το κάνει,
σε κόσμο αντικοινωνικό προβλήματα δεν βάνει.
Τον εαυτό του βλέπει πια, πως θα τον προστατέψει
και κάθε ακοινώνητο στο διάολο θα πέψει.
Μια νύχτα Γεναριάτικη, υγρή και παγωμένη,
αρρώστησε τ` αφεντικού η πολυαγαπημένη.
Τρέχει, την πάει στο γιατρό και φάρμακα της δίνει
και συνιστά σούπα ζεστή καθημερνά να πίνει.
Σφάζει την κότα το λοιπόν και τήνε κάνει σούπα
κι ολημερίς προσφέρει της κοτόζουμε στην κούπα.
Σφάζει τις κότες μια και μια, ο πετεινός πομένει
κι όπως καταλαβαίνετε σαν τι τον περιμένει.
Ήρθε κι εκείνου η ώρα του και κι κι ρι κο κό
ποτέ δεν ξανακούστηκε σε όλο το σπιτικό.
Και η κατσίκα συνεχώς μασούσε ταραμά
και ούτε εκατάλαβε το πράμα ως που τραβά.
Τα φάρμακα στοιχίζουνε θέλουν πολλά λεφτά,
τ` αφεντικό μπατίρησε, δεν έχει απ` αυτά.
Την λύση πρέπει να την βρει για ν` αγοράσει χάπυ
και την κατσίκα πούλησε ευθύς εις τον χασάπη.
...και ξεκουράστηκε η δόλια πια, από τον ταραμά
και είναι πλέον σίγουρο, πως δεν θα αναμασά.
Μα για την τύχη την κακή, ήταν στραβό το κλήμα,
η αφεντικίνα πέθανε! Ήταν μεγάλο κρίμα.
Κηδεία κάμανε τρανή, φέραν πολλούς παπάδες
κι ανάψανε πολλά κεριά, πάρα πολλές λαμπάδες.
...και όπως συνηθίζεται κάμαν και Μακαρία,
με του βοδιού τα κρέατα, σ` αυτή την ιστορία.
Άλλ` ιστορία μαρτυρά οι ποντικοί πως ξέρουν,
πότε βουλιάζει η βάρκα τους και πρώτοι την σκαντζέρουν.
Να `τανε ποντικός ο ναυτικός
ή στο μετρό εργάτης
ή δάσκαλος καθηγητής
ή Έλλην μετανάστης;
Να `τανε, λέει, παραμύθι η ζωή,
πρίγκηπες και πριγκήπισες γεμάτη,
παντοιύ να είναι σκόρπιοι θησαυρού
κι ο καθαείς να χει κι ένα παλάτι...
Νά `τανε λέει
Να `τανε λέει ...... Να `τανε λεει.......
στέλιοσκωστήσπυριδάκης
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου