Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

Σολωμός Σολωμού


    Σολωμός Σολωμού


Στο Παραλίμνι, ο Σολωμός Σολωμού,
μ’ ένα τσιγάρο αναμμένο στα χείλη,
διάπλατά  ‘νοιξε του χάροντα την πύλη
και βγήκε  πάνω στο μπαλκόνι τ’ ουρανού.

Με σταυρουδάκι στο δασύτριχο λαιμό,
το ασπρογάλαζο βαθιά  μές στα στήθη,
τ΄οχτρού καβάλησε τον βέβηλο ιστό
μ’ αντρειοσύνη,  και θέληση  ασυνήθη.

Άοπλος, μόνο με τη φλόγα της καρδιάς
και την αγάπη για το πάτριο, το χώμα,
στους αττίλες δίδει μάθημα αντρειάς
και τον πυροβολούν μέσα εις το στόμα.

Οι βάρβαροι σωστή δεν έχουνε καρδιά.
είν’ άπονοι, δεν έχουν αντρειοσύνη,
της ανθρωπότητας κι αν κράτησαν δαδιά,
πώς να την κάψουν, σπεύδανε με βιασύνη.

Το στόμα που  ΄μαθε το δίκιο  να μιλεί,
του άδικου  πάντα έφραζε  το δρόμο
και των βαρβάρων ερεθίζι την χολή,  
που ξέρουν ν’ απαντούν σπέρνοντας τον τρόμο.

Μα το Αιγαίο  κι αν φλογίζεται συχνά
του Έλληνα ‘ναι το μέγα μετερίζι
αλλά κι η ψυχή του ουδέποτε ξεχνά,
πως νερό δικό του είναι και τ’ ορίζει,

νερό που σβήνει τις θεόρατες φωτιές,
νερό που καίγεται, νερό που ανάβει,
νερό που ρέει στων Ελλήνων τις καρδιές
κι αγίασε του Αιγαία το καράβι,

νερό που δένει την ακτή με την ακτή,
νερό που βρέχει μόνο την μια Ελλάδα,
γιατί ανέκαθεν  την κράτησε αυτή
του κάθε ωραίου και σοφού τη δάδα.
          στέλιοσκωστήσπυριδάκης

Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

 Η πρώτη μου επανάσταση


   Τους επαναστάτες δεν τους θέλει καμία κυβέρνηση, αλλά και κανένας επαναστάτης δεν θέλει την κυβέρνηση, αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος της ύπαρξης του επαναστάτη. Εντούτοις όταν εγώ για πρώτη φορά επαναστάτησα δεν είχα ιδέα τι εστί βερίκοκο όσον αναφορά την κυβέρνηση. Βασικά ο επαναστάτης επιδιώκει να ρίξει την κυβέρνηση, εγώ δεν ήθελα να ρίξω καμία κυβέρνηση.  Η επανάστασή μου κατά συνέπεια πρέπει να θεωρείται ιδιόρρυθμος. Αν κάνεις επανάσταση για να ρίξεις την κυβέρνηση, πρέπει να προετοιμάζεσαι να σχηματίσεις δική σου κυβέρνηση και να έχεις κατά νουν και το μοντέλο με το οποίο σχεδιάζεις να κυβερνήσεις. Η πρώτη μου επανάσταση ήταν όταν ήμουν στην ηλικία των τεσσάρων ετών. Ποια ήταν τα στοιχεία της επανάστασής μου λοιπόν; Η επανάστασή μου βασίστηκε στην ανυπακοή. Η ανυπακοή μου ήταν και η σωτηρία μου. Αν υπάκουα ως το τέλος στις προσταγές των μεγάλων εγώ θα είχα τερματίσει τη ζωή μου στην ηλικία των τεσσάρων ετών.
   Βρισκόμαστε στον χειμώνα του χίλια εννιακόσα τριάντα εννιά. Ήταν, όπως λένε, ένας μέτριος χειμώνας, όμως αυτό δεν ήταν εμπόδιο να ασθενήσω με μια θανατηφόρο νόσο της



εποχής. Την περιπνευμονία ή διπλή πνευμονία όπως συνήθως την λένε. Η  αντιμετώπισή της γινόταν μάλλον κατά τρόπο επιβλαβή. Ο ασθενής ήταν υποχρεωμένος να είναι ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω σε ζεστή άμμο την οποία κρατούσαν συνεχώς ζεματιστή ενώ είχε υψηλό πυρετό. Απαγορευόταν να φάει φαγητό και να πιει νερό. Του έβρεχαν μόνο τα χείλη με ένα βαμβάκι. Ο ασθενής ανάλογα τις αντοχές του ζούσε τέσσερις ή πέντε μέρες και μετά κατέληγε. Η κατάληξη ήταν στο μεγαλύτερο ποσοστό αποτέλεσμα της αφυδάτωσης.  Αν ο ασθενής είχε οικονομικά φώναζαν το γιατρό από το διπλανό χωριό και του έβαζε το θερμόμετρο, μετρούσε τους σφυγμούς της καρδιάς του και μετά από συμφωνία των συγγενών του έκανε κάποια ένεση στους γλουτούς.  Από ότι είμαι σε θέση να γνωρίζω συνήθως  ήταν ένεση υδραργύρου ή εξακόσια έξι. Χορηγούσε και μερικά δισκία κινίνης για τις επόμενες ώρες. Έπαιρνε την αμοιβή της επίσκεψής του καβαλίκευε  στο γοργοπόδαρο άλογό του και γυρνούσε στη βάση του. Μου έφεραν δυο φορές τον μακαρίτη τον γιατρό τον Καμπουράκη τον Κώστα και μου έκανε συνολικά δυο ενέσεις οι οποίες πονούσαν τρομερά για πολλή ώρα. Τη δεύτερη φορά που ήρθε τον ρώτησαν οι γονείς μου αν θα έρθει και την επομένη. Η απάντησή του ήταν    κοφτή. Αν δεν ακούσω την καμπάνα, είπε. Τον άκουσα καθαρά δεν ήμουν σε θέση όμως να καταλάβω το περιεχόμενο των λόγων του. Δεν ήξερα ότι εννοούσε  την πένθιμη

καμπάνα που θα έπαιζαν  αν πέθαινα. Έτσι στην παιδική μου αφέλεια ευχόμουνα ολόψυχα να άκουγε την καμπάνα που θα χτυπούσε για λογαριασμό μου, κι έτσι να μην έρθει να μου κάνει την τόσο επώδυνη ένεση.
    Όλο το διάστημα της ασθενείας μου ζητούσα συνεχώς νερό, αλλά δεν μου έδιδαν. Μου έβρεχαν τα χείλη με το βαμβάκι ενώ ψηνόμουνα πάνω στην καυτή άμμο και από τον πυρετό. Δοκίμασα πολλές φορές να φύγω από το κρεβάτι και να πάω στον σταμνοστάτη που ήταν το σταμνί με το νερό, αλλά με έπιαναν και με γυρνούσαν πίσω στο βασανιστήριο της καυτής άμμου και του υψηλού πυρετού. Πάνω από το προσκεφάλι μου ήταν όλο το συγγενολόι και το μισό χωριό. Τους άκουγα που έλεγαν πως δεν της τρέχουν της μητέρας μου τα αγόρια, γιατί είχε χάσει άλλα δυο και τώρα μόνο ένας θεός μπορούσε να βάλει το χέρι του. Έλεγαν τα συμπτώματα με τα οποία πέθαναν τα αδέρφια μου, πως πέθαναν άλλοι κι άλλοι στο χωριό ωσάν να ήταν συζητήσεις γύρω από συνταγές παρασκευής κάποιου φαγητού. Αναλογίζομαι σήμερα την απλοϊκότητά τους ή την ηλιθιότητά τους καλλίτερα, να νομίζουν πως δεν καταλάβαινα τι έλεγαν. Τους έβριζα και τους έλεγα να φύγουν, να με αφήσουν μόνο μου όμως δεν κουνούσε κανένας από τη θέση του. Κάποια στιγμή τους είπα πως αυτοί θα πεθάνουν και όχι εγώ. Εγώ δεν πεθαίνω, τους είπα, γιατί δεν θέλω να πεθάνω. Τότε σοβάρεψαν τα πράματα, σταμάτησαν να μιλούν δυνατά και συνέχισαν να

μιλούν με ψιθύρους τα ίδια θέματα, πράμα που με εκνεύριζε περισσότερο. Ο υψηλός πυρετός το βασανιστήριο της καυτής άμμου η αφυδάτωση και η πνευμονία με είχαν καταβάλει το τελευταίο βράδυ και το επόμενο πρωί ως το μεσημέρι που με έπιασαν σπασμοί. Η μητέρα μου έκλαιγε γοερά και οι παριστάμενοι την έβγαλαν έξω στην αυλή. Αυτή η κίνηση της μητέρας μου με έσωσε. Όταν αντιλήφθηκα  πως δεν υπήρχε κανένας να με επιτηρεί, επιστράτευσα όλες μου τις δυνάμεις, σηκώθηκα και πήγα στον σταμνοστάτη. Έπιασα το σταμνί κι από τα δυο αυτιά και το γύρισα προς το μέρος μου. Κώλυσα τα χείλη μου στα χείλη του σταμνιού κι άρχισα να πίνω το ευλογημένο νερό που είχα στερηθεί πέντε μέρες. Ήπια όσο μπορούσε να χωρέσει το στομάχι μου, έσκυψα το κεφάλι μου και γύρισα το σταμνί περισσότερο. Το νερό έτρεξε από το σβέρκο μου και κάλυψε την πλάτη μου ως κάτω στα πόδια μου και το πάτωμα. Σήκωσα το κεφάλι μου και έριξα νερό και στο στήθος μου που πήγε ως τα πόδια μου. Ήπια πάλι νερό, πήρα όσο ψωμί βρήκα στο τραπέζι και πήγα στο κρεβάτι μου. Έβαλα την καυτή άμμο στην άκρη σκεπάστηκα από κορφής για να μην με δουν και έφαγα  όλο το ψωμί βιαστικά για να προλάβω σχεδόν αμάσητο. Ωστόσο ενώ εγώ ήμουν κατάμονος όλοι στο άλλο σπίτι ήταν σε πολλές δραστηριότητες. Ετοίμαζαν τα κόλλυβα μου, έκαναν ζυμωτό για να ψήσουν τα κουλούρια, που συνήθιζαν να κάνουν στις κηδείες και

κανένας δεν ενδιαφερόταν πλέον για μένα. Σηκώθηκα πάλι πήγα και ήπια νερό και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και παρίστανα το καλό παιδί. Ένιωθα πολύ καλά και άρχισα να φωνάζω της μητέρας μου. Μόλις  με άκουσαν έτρεξαν όλοι καταχαρούμενοι γιατί προφανώς με νόμιζαν νεκρό. Παρακαλούσα την μητέρα μου να μου τηγανίσει δυο αβγά, αλλά δεν μπορούσα να την πείσω. Αργότερα ήρθε ο γιατρός αφού δεν χτύπησε νεκρίκια η καμπάνα. Μου έβαλε το θερμόμετρο, μέτρησε το σφυγμό μου και είπε να μου δώσουν λίγο νερό και να μου κάνουν ένα αβγό μελάτο. Έφαγα το μελάτο αβγό μου και το ένιωσα να κατεβαίνει μέχρι τις πατούχες μου. Η επανάστασή μου αυτή μου έδωσε τη δυνατότητα να έχω μια σειρά από παναστάσεις τα επόμενα χρόνια μου. Η επανάσταση μου αυτή μου άφησε ένα ανεξίτηλο δίδαγμα, να μην δέχομαι δηλαδή καμιά απόφαση των άλλων, ακόμα κι αν αυτοί είναι δικαστές. Απέρριψα πολλές αποφάσεις στην ζωή μου, ακόμα και δικαστικές, χωρίς δικηγόρο βασιζόμενος στο δίκιο και την αλήθεια. Γνωρίζω πως πολλές φορές όταν αναφέρομαι σε αυτά τα περιστατικά της ζωής μου, με χαρακτήρισαν εγωιστή και υπερόπτη, γιατί αυτοί που με χαρακτήριζαν έτσι δεν γνώριζαν πόσο είχα δίκιο. Φυσικά αδικήθηκα πολλές φορές στη ζωή μου, αλλά απέφευγα πολλές περισσότερες αδικίες με την στάση μου. Άλλες δυο φορές ασθένησα με πνευμονία και κινδύνευσα σοβαρά από σφάλμα του γιατρού, μα την πνευμονία την

είχα νικήσει όταν οι γιατροί δεν είχαν τα μέσα και δεν γνώριζαν την σωστή θεραπεία, θα την άφηνα τώρα να μου πάρει τον αέρα; Όχι βέβαια. Την εξαπέστειλα στο πυρ το εξώτερον.

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΞΑΝΑΡΧΟΝΤΑΙ2

ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΞΑΝΑΡΧΟΝΤΑΙ2
Οι γερμανοί ξανάρχονται μα εδά με άλλο τρόπο
στο στόχαστρο τους έχουνε τις τσέπες των ανθρώπω.
Θέλουν τα μεροκάματα να πάνε εις τον πάτο
και την Ελλάδα κάμανε εν τέλει άνω-κάτω.
Ο Γιώργος, μας τους έφερε γιατί πολύ τους πάει
και θέλει να μας διοικούν όπου τους αγαπάει.
Γιαυτό κι εμείς τον "Γιώργο μας" καθόσον κι επειδή
δεμένο χειροπόδαρα θα πάμε στο Γουδί.
Εις το Γουδί οι Έλληνες πηγαίνουν όλοι ίσοι
κι έτσι θα τόνε στήσομε δετό σε κυπαρίσι.
Το συνηθίζουν στο Γουδί πηγαίνουν τους προδότες
και τους κλαδεύουν στο λεπτό ως έγινε κι αλλότες.
Για να μην είναι μοναχός και παραπονεθεί
κι ο τρελλαντώνης δίπλα του βεβαίως θα στηθεί.
Και για να είναι σίγουρο το σύστημα θα παίξει
πρέπει ως συνηθίζεται, πρέπει να πάνε έξι.

Παπανδρέου, Καρατζαφέρης, Βενιζέλος
Παπούλιας, Παπαδήμος, Σαμαράς και τέλος.
στέλιοσκωστήσπυριδάκης
Σημ. Τον Πάγκαλο θα τον στείλομε στην Φραγφούρτη για λουκάνικα, τα συνηθίζουν πολύ οι γερμαναράδες.-